Μια από τις χειρότερες στιγμές που έζησε ο ελληνικός λαός την περασμένη χρονιά ήταν ο απόλυτος εξευτελισμών των τριών εξουσιών και του σημαντικότερου συμβόλου της Ελληνικής Δημοκρατίας που έλαβε χώρα τις μέρες εορτασμού της επετείου της φοιτητικής εξέγερσης της 17ης Νοεμβρίου 1973.
Πρώτα απ' όλα εξευτελίστηκε πλήρως η εκτελεστική εξουσία, τόσο το Υπουργείο της λεγόμενης Προστασίας του Πολίτη, όσο φυσικά και το πρόσωπο του Υπουργού αλλά και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. Εξευτελίστηκαν πλήρως λέγοντας αισχρά ψέματα που δεν πιστεύουν πια ούτε τα παιδιά του δημοτικού σχολείου. Με μια διάταξη χουντικού ύφους και περιεχομένου, απαγορεύτηκαν οι συναθροίσεις περισσοτέρων των τριών (3) ατόμων σε όλη την χώρα(!!!), ενώ παράλληλα συγκεντρώθηκαν έξι χιλιάδες αστυνομικοί (επίσης, απ' όλη την χώρα) στην Αθήνα, μη τυχόν και εν τέλει γίνουν συγκεντρώσεις.
Το ψέμα φάνηκε αμέσως, καθώς η ίδια η συγκέντρωση των αστυνομικών δίχως τήρηση αποστάσεων και συχνά δίχως χρήση μάσκας, ήταν μια πραγματική υγειονομική βόμβα, η οποία δυστυχώς αργότερα έσκασε. Το ψέμα βέβαια επιβεβαιώθηκε και σε βάθος χρόνου καθώς η χουντικού ύφους απαγόρευση των συναθροίσεων, έλαβε χώρα και πάλι τον Ιανουάριο, υπό τον φόβο των φοιτητικών διαδηλώσεων, την ίδια στιγμή που ο συνωστισμός στους εμπορικούς δρόμους και τα εμπορικά κέντρα είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ιστορική ευθύνη που για την εξυπηρέτηση της ακροδεξιάς ατζέντας και για τη συλλογή των ψήφων της Χρυσής Αυγής και των Ανεξαρτήτων Ελλήνων μέσα από την εφαρμογή του δόγματος "νόμος και τάξη" αφήνει τον εαυτό του να πέφτει τόσο χαμηλά. Δεν τιμά τον εαυτό του, δεν τιμά την ελληνική κυβέρνηση και σίγουρα δεν τιμά τον ελληνικό λαό.
Είναι πολύ θλιβερή η εικόνα μιας χώρας που έχει για Πρωθυπουργό έναν κοινό ψεύτη. Η απαγόρευση δεν είχε σε τίποτα να κάνει με την πανδημία, ήταν μόνο ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα και εσείς είπατε συνειδητά ψέματα. Ντροπή σας, Κύριε Μητσοτάκη.
Κατά δεύτερο λόγο εξευτελίστηκε η νομοθετική εξουσία. Βουλευτές των περισσοτέρων κομμάτων απευθύνθηκαν στον Πρόεδρο της Βουλής, έναν θεσμό που υποτίθεται πως υπερβαίνει κόμματα και την τρέχουσα πολιτική, και ζήτησαν το προφανές: Την προστασία του συνταγματικού του δικαιώματος της ελεύθερης μετακίνησης, πάντα με πλήρη τήρηση των κανονισμών για την αποφυγή διάδοσης του νέου κορωνοϊού. Ο Κωνσταντίνος Τασούλας όμως εκώφευσε επιδεικτικά. Όχι μόνο αγνόησε τις δίκαιες, ηθικές και νόμιμες εκκλήσεις των εκλεγμένων μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου, των αντιπροσώπων δηλαδή του Ελληνικού Λαού, αλλά ακόμα και κατόπιν εορτής, όταν είχαν λάβει χώρα πρωτόγνωρα γεγονότα με βουλευτές να υφίστανται οι ίδιοι την αστυνομική βία, να τρώνε ξύλο και δακρυγόνα δηλαδή, λες και είμαστε στις μαύρες δεκαετίες του '50 και του '60 ή σε κάποια κοινοβουλευτική δικτατορία της Λατινικής Αμερικής, ακόμα και τότε ο Πρόεδρος της Βουλής δεν μπόρεσε να αρθρώσει ούτε έναν λόγο συμπαράστασης.
Είναι πολύ θλιβερή η εικόνα ενός Κοινοβουλίου όπου, την στιγμή που παραβιάζονται κατάφωρα τα δικαιώματα των μελών της Εθνικής Αντιπροσωπείας, ο Πρόεδρος της Βουλής κατεβαίνει στο επίπεδο του κομματικού στρατιώτη και δεν τιμά το αξίωμά του. Ντροπή σας, Κύριε Τασούλα.
Στον ίδιο κατήφορο δυστυχώς βρέθηκε και η τρίτη εξουσία του πολιτεύματός μας, η δικαστική. Παρά τις προσφυγές, παρά το πασιφανές του πράγματος, οι δικαστές δεν τίμησαν τον όρκο τους και μίλησαν για συνταγματικότητα των συγκεκριμένων αποφάσεων, πέρα από κάθε πλαίσιο λογικής.
Είναι πολύ θλιβερή η εικόνα ενός Ανωτάτου Δικαστηρίου που σιωπά μπροστά σε καταφανείς καταπατήσεις συνταγματικών δικαιωμάτων του ελληνικού λαού με πρόφαση ένα ανόητο ψέμα. Ντροπή σας, Κυρία Σαρπ.
Το χειρότερο όλων όμως, η πραγματικά μεγίστη των απογοητεύσεων, ήταν η στάση της Προέδρου της Δημοκρατίας. Σε ανύποπτο χρόνο η Πρόεδρος μιλά και αρθρογραφεί για την αξία του κράτους δικαίου και ειδικά για την προστασία των μειονοτήτων και των μειοψηφιών. Όταν όμως τα συνταγματικά δικαιώματα του ελληνικού λαού καταπατήθηκαν με τρόπο βάναυσο και μάλιστα σε μια τόσο συμβολική μέρα, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας επέλεξε την σιωπή.
Είναι θλιβερή η εικόνα του Συμβόλου του Πολιτεύματος, του πρώτου πολίτη της Ελληνικής Δημοκρατίας, να παραμένει σιωπηλή μπροστά σε μια τέτοια παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του Ελληνικού Λαού, μπροστά στην ίδια τη φυσική κακοποίηση μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Ντροπή σας, Κυρία Σακελλαροπούλου.
Η ελληνική κυβέρνηση ακροβατεί στα όρια της εκτροπής. Όπως έγραψα παραπάνω, επιχειρεί να 'μαντρώσει' τα ακροδεξιά, λούμπεν στοιχεία που ψήφιζαν κυρίως της Χρυσή Αυγή και δευτερευόντως τους Ανεξάρτητους Έλληνες μέσα στο 'μεγάλο μαντρί' της ελληνικής δεξιάς. Η εφαρμογή του δόγματος 'νόμος και τάξη' είναι η αιχμή του δόρατος της στρατηγικής αυτής. Παράλληλα, επιχειρεί να αναδείξει ένα φιλελεύθερο προσωπείο (βασικά μέσα από νεοφιλελεύθερες οικονομικές επιλογές, διότι για ειλικρινή φιλελευθερισμό ούτε λόγος) για να εγκλωβίσει τους πολίτες του κεντροδεξιού και του φιλελεύθερου χώρου, πράγμα όμως που είναι στα όρια του αδυνάτου να καταφέρει καθώς όπως λέει ο λαός ''δεν χωράνε δυο καρπούζια στην ίδια μασχάλη".
Οι φιλεύθεροι δεν μπορούν να συνυπάρξουν με τους νεοναζί, παρά μόνο στα όνειρα του κ. Μητσοτάκη και των επικοινωνιολόγων του.
Οι στιγμές που βιώνουμε είναι κρίσιμες. Όποιος έχει δει το
The Great Hack και το
The Social Dilemma, καταλαβαίνει αμέσως πως αντιλαμβάνεται την έννοια 'κυβέρνηση' η ομάδα που κατέχει το Μέγαρο Μαξίμου: Ως ένα πολυδύναμο γραφείο τύπου, ως μια διαρκή επιχείρηση πόλωσης και διχασμού του ελληνικού λαού. Πράγματι, μέχρι στιγμής αυτή η τακτική φαίνεται να αποδίδει: Οποιοσδήποτε τολμήσει να αρθρώσει έναν λόγο κριτικής προς την κυβέρνηση, αμέσως βαφτίζεται "Συριζαίος". Με απλά λόγια, "όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας".
Δυστυχώς όμως έτσι δεν μπορεί να λειτουργήσει η δημοκρατία. Η χώρα βαδίζει σε επικίνδυνα μονοπάτια και υπάρχει ο κίνδυνος να χαθεί ο έλεγχος των εξελίξεων από τους μαθητευόμενους μάγους του Μεγάρου Μαξίμου και οι συνέπειες για τον ελληνικό λαό να είναι ανυπολόγιστες. Ο αδιανόητος εξευτελισμός της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας που βιώσαμε στις 17-11-2020, μαζί με το θλιβερό κατάντημα του Συμβόλου του Πολιτεύματός μας, πρέπει να λειτουργήσει ως μηχανισμός αφύπνισης των δημοκρατικών αντανακλαστικών του ελληνικού λαού. Αν δεν συμβει αυτό, τα χειρότερα είναι μπροστά μας.