Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Μια οφειλόμενη επέκταση στο Gov.gr

Κάποια στιγμή στις αρχές Οκτωβρίου επέστρεφα κατά τις 8:00 το βράδυ από το γραφείο και είχα συντονισμένο το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου μου σε γνωστό ειδησεογραφικό σταθμό των Αθηνών. Ήταν οι μέρες που είχε ξεσπάσει ένα κύμα καταλήψεων στα γυμνάσια και στα λύκεια της χώρας καθώς οι μάθητες μάλλον δεν ήξεραν πως αλλιώς να αντιδράσουν βιώνοντας την πραγματικότητα των τμημάτων με πάνω από 25 μαθητές που όμως στα δελτία ειδήσεων γίνονταν 18, ενώ αντί για μάσκες έλαβαν ένα περίεργο αντικείμενο που έμοιαζε με εξάρτημα ιστιοπλοϊας ή kite surf ή κάτι άλλο τέλος πάντων - - ουδεμία σχέση με μάσκες, πάντως.

Αξίζει να σημειώσουμε εδώ πως η παιδεία τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και περισσότερο ταξική στη χώρα μας. Τελείωσα το Γενικό Λύκειο Ασπροπύργου το 1995. Εκείνα τα χρόνια σε ιδιωτικό σχολείο πήγαιναν μόνο οι μαθητές που αδυνατούσαν να περάσουν την τάξη. Θα έλεγα μάλιστα πως η πραγματικότητα αυτή εμπεριείχε και μιας μορφή στίγμα: Ήταν ντροπή να πηγαίνεις σε ιδιωτικό, υποδήλωνε πως μάλλον δεν είσαι αρκετά έξυπνος.

Στη συνέχεια ήρθε ο "εκσυγχρονισμός" του καταστροφέα της χώρας μας (ναι, ο Κωνσταντίνος Σημίτης είναι αυτός...) και μαζί του ήρθε η σταδιακή μεν, σταθερότατη δε απαξίωση των δημοσίων αγαθών, πρώτα και κύρια της υγείας και της παιδείας.

(Αλήθεια, πόσο αστείος φαντάζει ο Βασίλης Κικίλιας να λέει έντρομος για όσα θα ακολουθήσουν πως το ΕΣΥ είναι "ο πυλώνας της υγείας στη χώρα μας"; Άραγε στον Κυριάκο Μητσοτάκη τον Β' και στον προκάτοχό του Άδωνι Γεωργιάδη, τις έχει πει αυτές τις ανατρεπτικές απόψεις του;)

Η απαξίωση λοιπόν της παιδείας έγινε βήμα-βήμα, έφτασε όμως σε ακραία κατάσταση. Παρατηρώντας τις συζητήσεις μεταξύ φίλων σε όλα τα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, κατέληξα πια στο εξής συμπέρασμα: Δεν χρειάζεται πλέον οι υπηρεσίες πρόνοιας να εκδίδουν το "πιστοποιητικό απορίας" που εξέδιδαν παλιότερα. Η φοίτηση των παιδιών μιας οικογένειας σε δημόσιο σχολείο είναι απολύτως ισοδύναμη του εν λόγω πιστοποιητικού - Ή, για να το πω διαφορετικά, ως αναξιοπαθούσα αντιμετωπίζεται πλέον από τον κοινωνικό της περίγυρο η οικογένεια που στέλνει τα παιδιά της στο δημόσιο.

"Εσείς σε ποιο σχολείο πάτε;"

Αυτή είναι η ερώτηση που χαρακτηρίζει τη γενιά μου ως γονείς. Όταν καταλάβουμε πόση παρακμή περιέχει, φοβάμαι θα δυσκολευτούμε να το αντιμετωπίσουμε.

Έφτασαν στον αμήν λοιπόν οι μαθητές με την απύθμενη κρατική υποκρισία με τον κορωνοϊό (ναι, αυτόν που νικήσαμε στα τέλη Μαϊου) και έκαναν καταλήψεις. Η κυβέρνηση βεβαίως δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα απ' ότι οι καταλήψεις ενορχηστρώνονται από την αντιπολίτευση και εξαπέλυσε μια δριμύτατη επίθεση εναντίον των μαθητών μέσω των ιδιωτικοδημοσίων μέσων ενημέρωσης. 

Κάποια στιγμή, εκείνο το βράδυ στο ραδιόφωνο, ειπώθηκε το ανήκουστο: Οι μαθητές που συμμετέχουν στις καταλήψεις θα λαμβάνουν απουσία και θα αποκλείονται από την τηλεκπαίδευση. Άκουσον - άκουσον! Στο εύλογο ερώτημα ακροατών "και πως θα ξέρουμε ποιοι μαθητές είναι αυτοί", ήρθε η αποστομωτική απάντηση: "Οι καθηγητές το γνωρίζουν".

Μάλιστα. Οι καθηγητές θα πρέπει να δημιουργήσουν ένα δίκτυο από ρουφιάνους, ή μάλλον από ρουφιανάκια αφού μιλάμε για ανήλικους, και με βάση τις ...έγκυρες πληροφορίες που λαμβάνουν θα τιμωρούν τους μαθητές εκείνους που υποτίθεται πως συμμετέχουν στις καταλήψεις. Κάποια στην Αθήνα φαίνεται πως ζήλεψαν τη δόξα του Πεκίνου, για να μην πω λίγο ανατολικότερα, της Pyong-Yang.

Προκύπτει όμως ένα σημαντικότατο ζήτημα, το οποίο αυτή η κυβέρνηση το έχει αναπτύξει διεθνώς: Εκείνο του γούστου. Αλήθεια, είναι assez élégant να βάζεις καθηγητές και μαθητές να κάνουν τα ρουφιανάκια; Κάθε αντικειμενικός παρατηρητής θα έλεγε πως είναι άκομψο και αυτό είναι κάτι που είναι απολύτως απαράδεκτο για την Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Εναπόκεται λοιπόν στην επιστήμη των επιστημών του 21ου αιώνα - την Πληροφορική φυσικά - να δώσει λύση στο δύσκολο αυτό πρόβλημα. Αναφέρομαι στο Gov.gr του εξαίρετου συναδέλφου και πλέον Υπουργού, κ. Κυριάκου Πιερρακάκη: Οφείλει να προστεθεί ακόμα ένα ψηφιακό πιστοποιητικό στα δεκάδες άλλα που ήδη προσφέρονται στον δικτυακό αυτόν τόπο, το οποίο θα λύσει προβήματα όπως αυτό της αποφάσεως σε ποιους μαθητές θα καταχωρηθεί απουσία και σε ποιους οχι - και μάλιστα θα το λύσει με αυτόματο τρόπο. Ποιο πιστοποητικό είναι αυτό; Μα φυσικά:

Το ψηφιακό πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.


Θα πρόκειται για ένα μεγάλο βήμα προόδου και εκσυγχρονισμού το οποίο τόσο πολύ το έχει ανάγκη η χώρα μας. Μάλιστα, όπως γίνεται αμέσως κατανοητό, το πεδίο εφαρμογής του είναι ευρύτατο και μάλιστα σε πολύ σημαντικότερα ζητήματα από εκείνο των απουσιών. Επί παραδείγματι, γιατί να μην παίζει ρόλο στην απόφαση διασωλήνωσης ή μη ενός ασθενούς με COVID-19, ιδιαίτερα τώρα που μένουμε απο κλίνες ΜΕΘ; Στα θετικά της προτεινόμενης λύσης πιστώνεται το γεγονός ότι το νοσοκομείο του ΕΣΥ θα μπορεί να ελέγχει το πιστοποιητικό του ασθενούς ακόμα και όταν εκείνος δεν έχει τις αισθήσεις του, επιταχύνοντας και εν τέλει εξανθρωπίζοντας τις σχετικές διαδικασίες.

Ελπίζω η πρότασή μου να φτάσει στα αυτιά των αρμοδίων και να βοηθήσει τόσο στο τρέχον 2ο κύμα του κορωνοϊού όσο και σε ένα πιθανό μελλοντικό κύμα καταλήψεων στα σχολεία. Εξάλλου, από πλευράς υλοποίησης είναι πολύ απλό. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν ακόμα και τεχνολογίες blockchain ώστε να επιβεβαιώνεται αναντίρρητα η αυθεντικότητα του ψηφιακού πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων ενώ όλη η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων θα πρέπει βεβαίως να ακολουθεί απαρέγκλιτα τις επιταγές του GDPR.


11/11/1984,
Βόρειος Κορέα της Δύσης


υγ. Πριν μερικές εβδομάδες βρέθηκα για οικογενειακούς λόγους σε χωριό της Ρούμελης. Αγρότης της περιοχής προσπαθούσε να υποβάλλει αίτηση στο site υπουργείου, το οποίο όμως δεν δούλευε. Του πρότεινα να χρησιμοποιήσει την φόρμα επικοινωνίας του Gov.gr, η οποία, ω τι έκπληξις, δεν δούλευε επίσης. Μετά σκέφτηκα πως τα σύγχρονα πληροφοριακά συστήματα προσαρμόζονται στα συμπεριφορικά μοντέλα των οργανισμών που υποστηρίζουν. Ήταν βλέπετε ημέρα Σάββατο, μάλλον και η φόρμα ήθελε να ξεκουραστεί.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Διδάγματα εξ Αρμενίας

Μόλις πριν λίγες μέρες έγραφα στο ιστολόγιο αυτό ότι η κυβέρνηση των Αθηνών δεν δικαιούται να σιωπά και πως το λιγότερο που θα μπορούσε να γίνει θα ήταν μια διπλωματική πρωτοβουλία για την επίλυση της κρίσης στο Αρτσάχ. 

Δυστυχώς, μόλις δυο μέρες μετά τα τραγικά νέα έφτασαν από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης: Η Αρμενία αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Αυτό που γίνεται στο Αρτσάχ το 2020 έχει πάρα πολλές αναλογίες με όσα έγιναν στην Κύπρο το 1974: Μια βίαιη στρατιωτική εισβολή που καθιστά έναν αυτόχθονα, ιστορικό λαό πρόσφυγα στην ίδια του την πατρίδα. Είναι μια εξέλιξη αδιανόητα τραγική.

Εκτός από αδιανόητα τραγική όμως η εξέλιξη αυτή είναι και πολύ διδακτική για τον ελληνικό λαό. Πολλοί βλέπετε στην Ελλάδα φαίνεται να έχουν την ψευδαίσθηση ότι σε περίπτωση κρίσης με την Τουρκία πρόκειται μας βοηθήσει η Ρωσία, εξ' αιτίας των (αναμφισβήτητων) ιστορικών, πολιτιστικών και θρησκευτικών δεσμών μεταξύ του ελληνικού και του ρώσικου λαού.

Παρόμοιοι δεσμοί υπάρχουν όμως και μεταξύ του ρωσικού και του αρμενικού λαού, θα έλεγα μάλιστα πως είναι πολύ ισχυρότεροι.

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης πριν πολλά χρόνια το έχει εξηγήσει: Η έννοια της ηθικής (δυστυχώς) δεν υφίσταται στη διεθνή πολιτική.

Ο Βλαδίμηρος Πούτιν λοιπόν δεν δίστασε να συνεργαστεί αγαστά με τον αρχι-τζιχαντιστή της Άγκυρας και να καρφώσει το μαχαίρι στα πλευρά του αρμένικου λαού, πολύ απλά γιατί αυτό έκρινε πως ήταν το γεωπολιτικό του συμφέρον (κακώς, κατ' εμέ, εκείνος όμως έτσι έκρινε).

Ένα πράγμα αποδεικνύεται ξανά και ξανά μέσα στους αιώνες: Η διεθνής πολιτική ξέρει να μιλά μόνο μια γλώσσα, εκείνη της ισχύος. Διάφορα άρθρα λένε πως η αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας ήταν εκείνη που έδωσε την νίκη στον πόλεμο αυτό, πρώτα και κύρια με τα πολυδιαφημισμένα drones της. Στο ιστολόγιο αυτό έχω μιλήσει συχνά για το διαρκές έγκλημα δεκαετιών με τις αμυντικές δαπάνες στην Ελλάδα οι οποίες διασπαθίστηκαν ασύστολα και ουδέποτε κατευθύνθηκαν σοβαρά προς την ανάπτυξη μιας εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας.

Μόνη λύση μακροπρόθεσμα για την Ελλάδα είναι η δημιουργία μιας πραγματικά ομόσπονδης Ευρώπης, της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδιακής Ένωσης, στην οποία η Ελλάδα πρέπει να είναι στον σκληρό πυρήνα. Αυτή είναι η μόνη ρεαλιστική λύση ώστε να διατηρήσουμε την αυτονομία και την ανεξαρτησία μας σε βάθος χρόνου. Μας το διδάσκουν με τις πράξεις τους ο Πρόεδρος Πούτιν και ο αρχι-τζιχαντιστής της Άγκυρας.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Πόλεμος στην Αρμενία: Η Αθήνα δεν δικαιούται να σιωπά

Όπως μάθαμε από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης στις 27 Σεπτεμβρίου ξέσπασε πολεμική σύγκρουση μεταξύ της Δημοκρατίας του Αρτσάχ και του κράτους του Αζερμπαϊτζάν με αντικείμενο τον έλεγχο της διαφιλονικούμενης περιοχής του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Η Δημοκρατία του Αρτσάχ έχει αναγνωριστεί μόνο από την Αρμενία και αποτελεί το επιστέγασμα των αγώνων των αυτοχθόνων Αρμενίων για αυτονομία, ένας αγώνας που πολλές φορές έχει πάρει στρατιωτική διάσταση ιδιαίτερα μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ.

Είναι πολύ σημαντικό να προσπαθήσουμε να έχουμε μια ολοκληρωμένη, σφαιρική ματιά στα γεγονότα. Οι Αρμένιοι είναι ένας αρχαίος, αυτόχθονας λαός με έναν θαυμάσιο πολιτισμό που αποτελεί πυλώνα της Ευρώπης στην Ανατολή και είχε μια θαυμάσια αλληλεπίδραση με το ελληνικό και ευρύτερα με το ρωμαίικο στοιχείο ανά τους αιώνες. Πολύ περισσότερο όμως ο λαός της Αρμενίας ήταν αυτός που ένιωσε πρώτος στο πετσί του την φρίκη των γενοκτονιών που σημάδεψε τον εικοστό αιώνα. Η Αρμενική γενοκτονία είναι μια μαύρη σελίδα της σύγχρονης ιστορίας και ο αγώνας για την αναγνώρισή της προσφέρει ένα πραγματικό μέτρο ανθρωπισμού.

Είναι επίσης σημαντικό να καταλάβει κανείς πως το σύγχρονο Αρμενικό κράτος είναι κάτι σαν την Ελλάδα του 1830: Ένα κράτος ακρωτηριασμένο που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Μεγάλες ιστορικές εκτάσεις του είναι ακόμα κατεχόμενες από το τουρκικό κράτος και το ίδιο δυστυχώς συμβαίνει και στις περιοχές του Αρτσάχ, που εποφθαλμιά το κράτος-μαριονέττα της Τουρκίας, το Αζερμπαϊτζάν.

Η ελληνική πολιτική για την Ανατολία και ευρύτερα για την Μικρά Ασία δεν μπορεί παρά να είναι μια πολιτική συμφιλίωσης με κύρια αρχή τον ανθρωπισμό. Είναι μια πολιτική εναντίον της βίας που θα προάγει τον αυτοπροσδιορισμό, την αυτονομία και την αυτοδιάθεση. Οι αυτόχθονες λαοί της Ανατολίας δεν απαρτίζονται από ανθρώπους β' κατηγορίας. Έχουν κι αυτοί ανθρώπινα δικαιώματα, όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι.

Εδώ και μερικές εβδομάδες λοιπόν βλέπουμε τις μαριονέττες της Άγκυρας να κινητοποιούν τα τζιχαντιστικά και ισλαμοφασιστικά στοιχεία που έχουν υπό τον έλεγχό τους για να χτυπήσουν τον ηρωικό Αρμενικό λαό. Οι μεγάλοι αυτού του κόσμου σιωπούν επιδεικτικά. Οι ΗΠΑ είναι βυθισμένες στα εσωτερικά τους προβλήματα, οι Ρώσοι διαπράττουν το έγκλημα των ίσων αποστάσεων και οι Ευρωπαίοι περιορίζονται σε ανακοινώσεις.

Εκείνη όμως που σιωπά εκκωφαντικά είναι η κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας. Αναρωτιέμαι: Από που νομίζουν πως αντλούν το δικαίωμα στη σιωπή; Από πουθενά δεν το έχουν! Η Αθήνα έπρεπε ήδη να έχει αναλάβει μια διεθνή ειρηνευτική πρωτοβουλία και να είχε στείλει ανθρωπιστική βοήθεια στον σκληρά δοκιμαζόμενο Αρμενικό λαό, έναν λαό πραγματικά αδερφικό με εμάς τους Έλληνες. 

Επιπλέον, η Αθήνα οφείλει άμεσα να αναλάβει όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για να επιβάλλει κινήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι πολύ απλό: Ο δρόμος της Τουρκίας για την Ευρώπη δεν περνά μόνο από την Πράσινη Γραμμή της Λευκωσίας αλλά περνά και από τα όρη του Αρτσάχ. 

Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές ένας ηρωικός, αδερφικός λαός δίνει τη μάχη για την πατρίδα του, υφιστάμενος επίθεση ενός εισβολέα που υπερτερεί αριθμητικά, τεχνολογικά και οικονομικά. Ο λαός που υπερασπίζεται την πατρογονική του γη όμως έχει πάντοτε το πλεονέκτημα, όπως απέδειξαν και οι Έλληνες τον Οκτώβρη του 1940. Η Αθήνα δεν δικαιούται να σιωπά. Πρωτοβουλίες πρέπει να αναληφθούν άμεσα για τη μέγιστη δυνατή διεθνοποίηση του ζητήματος, την εφαρμογή εκεχειρίας και την επιστροφή, το λιγότερο, στο status quo πριν τις 27 Σεπτεμβρίου 2020.

Ο ανθρωπισμός, οι ιδεολογίες της ζωής, οφείλουν να επανέλθουν στην Ανατολία. Οι γενοκτόνες ιδεολογίες του θανάτου έχουν θέση μόνο στις μαύρες σελίδες της ιστορίας του 20ου αιώνα και τίποτα δεν έχουν να κάνουν με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι του 21ου αιώνα. Για την Αθήνα έχει σημάνει τώρα η ώρα της διπλωματικής δράσης. 

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

Σχετικά με την επείγουσα πρόσληση των τριακοσίων ιατρών για τις ΜΕΘ

Στο μνημειώδες έργο του Fred Brooks "The Mythical Man-Month:  Essays on Software Engineering", που για πολλούς είναι η βίβλος της τεχνολογίας ανάπτυξης λογισμικού, βρίσκει κανείς μια διδαχή που από τότε που ειπώθηκε έχει κεντρική θέση στην σκέψη κάθε υπευθύνου έργου λογισμικού (αλλά και κάθε υπευθύνου έργου γενικότερα, καθώς η αρχή αυτή πλέον έχει εφαρμογή σε πολύ ευρύτερο πεδίο):

“Adding manpower to a late software project, makes it later.”

O συγγραφέας παρατήρησε κάτι απλό: Όταν οι υπεύθυνοι κάποιου έργου έχουν υποτιμήσει τις ανάγκες ανθρωπίνων (και όχι μόνο) πόρων για την υλοποίησή του, έρχονται αντιμέτωποι με καθυστερήσεις και με άλλες αποκλίσεις από τους δεδομένους στόχους (χρονοδιάγραμμα, ποιότητα, προϋπολογισμός, κλπ). Συχνά τότε οι υπεύθυνοι κυριεύονται από πανικό και αντιδρούν σπασμωδικά. Η πλέον τυπική σπασμωδική αντίδραση είναι η προσθήκη νέου ανθρωπίνου δυναμικού στην ομάδα υλοποίησης του έργου, την στιγμή που η ομάδα πασχίζει να αντιμετωπίσει τη δύσκολη κατάσταση.

Τότε κατά κανόνα τα πράγματα είναι καταστροφικά. Μια ήδη υπερφορτωμένη ομάδα που δεν προλαβαίνει να κάνει τις τρέχουσες εργασίες της πρέπει να μειώσει τον παραγωγικό της χρόνο για να μπορέσει να εκπαιδεύσει και να ενσωματώσει τα νέα μέλη που προστέθηκαν. Αυτό έχει τις εξής άμεσες συνέπειες: Μειώνεται η παραγωγικότητα (αφού οι μάχιμοι αντί να εργάζονται, εκπαιδεύουν), αυξάνονται τα λάθη (αφού μπαίνουν νέοι που δεν ξέρουν καλά τις συνθήκες), αυξάνεται το κόστος (προφανές), μειώνεται η ποιότητα (επίσης προφανές).

Η κατάλληλη στιγμή προσθήκης νέων ανθρώπων σε μια ομάδα είναι εκείνη της ηρεμίας, όχι εκείνη της έντασης. Δεν νομίζω πως χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση το θέμα. Φαίνεται όμως πως τα παραπάνω είναι είτε άγνωστα ή αδιάφορα για την Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας - Το είχε πει ο Καστοριάδης σε ανύποπτο χρόνο, βλέπετε: 

"Πάει καιρός που σ΄ αυτή τη χώρα κανείς δε πέθανε από γελοιοποίηση...".

Η ελληνική κυβέρνηση είχε όλο τον χρόνο από τον Μάρτιο του 2020 να ενισχύσει το ΕΣΥ με ιατρικό, νοσηλευτικό και υποστηρικτικό προσωπικό το οποίο ούτως ή άλλως χρειαζόταν. Υπήρχε όλος ο απαραίτητος χρόνος ώστε οι άνθρωποι αυτοί να προσληφθούν, να εκπαιδευτούν, να ενσωματωθούν και να καταστούν παραγωγικοί. Και όμως, αντί να γίνουν όλα αυτά, παρότι ο ελληνικός λαός υπέστη ένα lock-down ώστε να καταφέρουμε να κάνουμε "flatten the curve" (σύμφωνα με το πανευρωπαϊκό σύνθημα του Μαρτίου), η κυβέρνησή μας έρχεται και αναγγέλει σήμερα την πρόσληψη 300 στελεχών για τις ΜΕΘ.

Όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, αυτήν την στιγμή οι προσλήψεις αυτές θα κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό. Αν υπάρχει ένα μέτρο που θα μπορούσε να αποδώσει, θα ήταν η παράκληση σε προσωπικό που πήρε πρόσφατα σύνταξη να επιστρέψει εθελοντικά στην εργασία του. Είναι εκείνοι που ξέρουν πως δουλεύει το σύστημα και θα είναι παραγωγικοί από την 1η μέρα. 

Εκτός βέβαια εάν το Υπουργείο Υγείας προγραμματίζει να χρησιμοποιήσει τους "300 του Ιπποκράτη" για την επόμενη πανδημία, που ειδικοί προβλέπουν πως θα εμφανιστεί σε 2 έως 10 χρόνια από το τέλος της πανδημίας του κορωνοϊού. Εξάλλου, δεν θα είναι η πρώτη φορά: Όπως είναι γνωστό, πολλά από τα ολυμπιακά έργα (υποτίθεται) για τους Αγώνες Αθήνα 2004 παραδόθηκαν τελικά λίγο μετά την ολυμπιάδα του Πεκίνου 2008. Μάλλον το σχετικό "επιχειρησιακό DNA" είναι διαχρονικό και διακομματικό.

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

Η αλήθεια δεν αποκαλύφθηκε στη δίκη της Χρυσής Αυγής

Δεν μπορώ να κρύψω την οργή και την απογοήτευσή μου με όσα συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες σχετικά με τη δίκη της Χρυσής Αυγής. Γεμίσαμε όψιμους αντιφασίστες, τόσο πολίτες όσο και οργανισμούς. Το σύνθημα "Δεν είναι αθώοι" έχασε κάθε νόημα πολύ απλά γιατί ειπώθηκε κατόπιν εορτής. Πού ήταν όλοι αυτοί όταν οι φασίστες αλώνιζαν στις γειτονιές της Αθήνας και σε όλοι την Ελλάδα; Είτε φοβόντουσαν και δεν μιλούσαν ή, ακόμα χειρότερα, κάποιοι μπορεί να έλεγαν ότι "εντάξει, δεν μου αρέσουν οι φασίστες, αλλά κάποιος έπρεπε να ρίξει και κανένα χαστούκι...".

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης είχε πει ότι η χούντα δεν έπεσε από την αντίσταση, ούτε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Απλά σάπισε στην παρακμή της και αποσυντέθηκε. Ήταν πολύ λίγοι τον αριθμό (αν και πολύ μεγάλοι στο θάρρος) όσοι πραγματικά αντιστάθηκαν στη χούντα (και προφανώς, είναι αστείο να μιλάμε για αυτούς που έκαναν "αντίσταση" από την ασφάλεια των ευρωπαϊκών χωρών...). 

Πολύ παρόμοια λοιπόν, ήταν πολύ λίγοι αυτοί που πραγματικά αντιστάθηκαν στην Χρυσή Αυγή. Μάλιστα, ας ειπωθεί μια αλήθεια, ακόμα μια φορά αυτή που αντιστάθηκε πραγματικά, επί του πεδίου, ήταν μόνο η Αριστερά, από στοιχεία του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι, κατά κύριο λόγο, τις διάφορες ομάδες του αναρχικού και του αντιεξουσιαστικού χώρου.

Όταν τα συστημικά κόμματα μιλούσαν για τη σοβαρή Χρυσή Αυγή, όταν τα συστημικά μέσα ενημέρωσης ξέπλεναν τους φασίστες με αισχρές συνεντεύξεις, η ελπίδα για κάθε ελεύθερο άνθρωπο έμεινε ζωντανή μόνο μέσα στο μαυροκόκκινο μπλοκ. Είτε αρέσει ή όχι, αυτή είναι η ιστορική πραγματικότητα.

Το να αναρωτηθεί κανείς τι έκαναν οι Μητσοτάκης, Σαμαράς, Γεωργιάδης, Βορίδης,  Χρυσοχοΐδης και Λοβέρδος για την Χρυσή Αυγή είναι αστείο και μάλιστα κακόγοστο. Το μόνο που έκαναν είναι να επωφεληθούν από αυτή και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο - Σίγουρα, αν κάποιος σε συγκρίνει με το τέρας του ναζισμού, ότι και να είσαι εσύ, ακόμα και ένας "συνηθισμένος ακροδεξιός", αρχίζεις να φαντάζεις ανθρώπινος.

Πολύ σημαντικότερο όμως είναι να αναρωτηθούμε που ήταν οι χιλιάδες λαού που τις προάλλες συγκεντρώθηκαν έξω από το Εφετείο, όταν δρούσαν τα τάγματα εφόδου. Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Η μεγάλη πλειοψηφία δεν ήταν πουθενά.

Ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης γράφει σε ένα βιλίο του για τη Μικρά Ασίά πως "η ιδεολογία της ανοχής έθρεψε τον ναζισμό". Αυτό ακριβώς συνέβη και στην Ελλάδα με την Χρυσή Αυγή. Γιατί όμως υπήρξε αυτή η ανοχή; Για τον εξής απλό λόγο: Ήταν όλοι τους παιδιά της. Ποιοι; Οι φασίστες. Παιδιά ποιας μάνας; Της ελληνικής ακροδεξιάς φυσικά, η οποία μετά τα αίσχη της μετεμφυλιοπολεμικής περιόδου κατά κανόνα φωλιάζει μέσα στο κυρίαρχο κόμμα της ελληνικής δεξιάς - είτε αυτό είναι ο "Δημοκρατικός Συναγερμός" του Παπάγου, είτε η ΕΡΕ του Καραμανλή του Α' ή και η Νέα Δημοκρατία από το 1974 μέχρι σήμερα. Αρκεί κανείς να δει τα βιογραφικά των κκ. Βορίδη, Γεωργιάδη και Πλεύρη για να καταλάβει τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως με την δίκη της Χρυσής Αυγής είναι πως δεν μάθαμε την αλήθεια ως προς το βασικότερο ερώτημα:

Ποιος ήταν αυτός που αποφάσισε να βγουν οι φασίστες από τα λαγούμια τους και που τους χρηματοδότησε με πολλά εκαταμμύρια ευρώ για να κάνουν μια πανελλαδική οργάνωση, με πολλά και μεγάλα γραφεία και άλλες υποδομές και πολλά άλλα που όλοι γνωρίζουμε;

Για την ώρα μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Αν λειτουργούσε η ελληνική δικαιοσύνη αυτό θα έπρεπε να το είχε αποκαλύψει. "Follow the money" λένε οι Αμερικάνοι και πρέπει να τους εμπιστευτούμε για την τεχνογνωσία τους. Ας ελπίσουμε πως θα βρεθούν κάποιοι δικαστικοί λειτουργοί με την απαραίτητη δόση αυτοσεβασμού και θα αποκαλύψουν ποιος πραγματικά κυβερνά αυτόν τον τόπο.

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

Η εταιρεία του μέλλοντος από την οπτική γωνία της επικοινωνίας

Στο άρθρο αυτό αναφέρομαι στην κουλτούρα επικοινωνίας που οφείλουν να αναπτύξουν οι νεοφυείς επιχειρήσεις ώστε να μπορέσουν να αναπτυχθούν ανταποκρινόμενες στις προσδοκίες των ιδρυτών τους, των πελατών τους, των εργαζομένων τους, των προμηθευτών τους αλλά και της κοινωνίας ευρύτερα.

Εάν λοιπόν μια νεοφυής επιχείρηση θέλει να κάνει τη διαφορά, εάν πρέπει με λίγους πόρους να κερδίσει μεγάλους παίκτες, τότε πρέπει οι άνθρωποί της να κάνουν το βήμα παραπάνω. Σίγουρα δεν πρέπει να νιώθουν πως δουλεύουν σε φάμπρικα και πως έχουν μια απλή εμπορική σχέση με τον εργοδότη τους περιγραφόμενη περίπου ως "πουλάνε τον χρόνο τους με αντάλλαγμα τον μισθό τους".

Στην περίπτωση αυτή όμως, όπου πραγματικά η νεοφυής επιχείρησης δεν θέλει οι εργαζόμενοι της να νιώθουν πως δουλεύουν σε φάμπρικα, υποχρεωτικά πρέπει να αναπτυχθεί ένας ηθικός & συναισθηματικός δεσμός μεταξύ εργαζομένου και εταιρείας. Τότε, μεταξύ άλλων, η  επικοινωνία δεν μπορεί να είναι μόνο μονόδρομη. Πρέπει να αναπτυχθούν κοινότητες μέσα στις οποίες οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν, επικοινωνούν, αναπτύσσονται και εξελίσσονται.

Αυτό βεβαίως και εμπεριέχει ρίσκο όσον αφορά την επίτευξη του επιχειρηματικού σκοπού. Μπορεί η διαδικασία να παρεκτραπεί και να έχει αντίθετα αποτελέσματα από το επιθυμητό, καθώς διαλυτικά και αρνητικά στοιχεία υπάρχουν σε οποιαδήποτε ομάδα. Με σωστή οργάνωση και διαχείριση όμως τέτοια φαινόμενα μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά ενώ αυτή η δημιουργία των κοινοτήτων εντός της εταιρείας μπορεί να φέρει εκπληκτικά αποτελέσματα. Η εταιρεία του μέλλοντος είναι η "δημοκρατική" εταιρεία, όπου ο άνθρωπος παράγει, συζητά, εξελίσσεται και κάθε εργαζόμενος είναι ambassador ολόκληρου του οργανισμού (και όχι μόνο του brand, όπως ανούσια διαβάζουμε συχνά).

Χωρίς καμία αμφιβολία βέβαια, αυτό προϋποθέτει έναν οργανισμό που έχει από τη μία ενστερνιστεί την αξιοκρατία σε όλα τα επίπεδα και από την άλλη φροντίζει όλοι οι εργαζόμενοι του να έχουν ένα δίκαιο μερίδιο στην υπεραξία της εργασίας τους. Ευτυχώς, τόσο για την αξιοκρατία όσο και για τη συμμετοχή στην υπεραξία, το σύγχρονο management παρέχει μια σειρά εργαλείων που μπορούν να δώσουν πολύ καλές λύσεις και μάλιστα με σχετική ευκολία.

Τέλος, επειδή θα παραπάνω γίνονται σχεδόν αδύνατα εάν ένας οργανισμός μεγαλώσει από ένα μέγεθος και επάνω, πρέπει οι ίδιες οι εταιρείες να φροντίζουν να διασπώνται σε περισσότερους οργανισμούς όταν ξεπεράσουν κάποιο κρίσιμο μέγεθος, καθώς μόνο έτσι θα μπορέσουν να παραμείνουν συνεπείς με τις αρχές τους και δεν θα εκφυλιστούν σε απρόσωπους οργανισμούς αναλώσιμων ανθρώπων. 

Η βαθιά συνειδητοποίηση αυτής της θέσης, ότι η αέναη ανάπτυξη και η αέναη μεγέθυνση, που δυστυχώς προσομοιάζει στην συμπεριφορά του καρκινικού κυτάρου οπότε δύσκολα μπορεί να οδηγήσει και σε συλλογικούς οργανισμούς με χαρακτηριστικά βιωσιμότητας, απαντά τελικά και στο ερώτημα του πως μπορούν να υλοποιηθούν οι παραπάνω μηχανισμοί σε εταιρείες πολύ μεγάλου μεγέθους: Πολύ απλά, όταν μια εταιρεία περάσει ένα μέγεθος (εξαρτώμενο από πολλές συνθήκες), πολύ καλά θα κάνει να διασπαστεί ώστε να παραμείνει υγιής και με θετικό αποτύπωμα τόσο στις ομάδες ιδρυτών, πελατών, εργαζομένων και προμηθευτών όσο και στην κοινωνία συνολικά.

Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

Περί βάσεων εισαγωγής και άλλων δαιμονίων

Στα φοιτητικά μου χρόνια ήμουν πρόεδρος του Συλλόγου Φοιτητών του Τμήματος Επιστήμης Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Μεταξύ άλλων, μαζί με άλλους συμφοιτητές μου, εκπροσωπούσαμε τους φοιτητές στη Γενική Συνέλευση του Τμήματος - Μια ιδιαίτερα χρήσιμη εμπειρία πρέπει να πω η οποία με βοήθησε πολύ στη συνέχεια του επαγγελματικού μου βίου. Σε μια από αυτές τις συνεδριάσεις με μεγάλη έκπληξη άκουσα πως κάθε χρόνο το Υπουργείο Παιδείας "ρωτούσε" το Τμήμα πόσους εισακτέους  φοιτητές ήθελε να έχει στο επόμενο έτος. Το Τμήμα πάντοτε απαντούσε "40" και τότε, μιλάμε για τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το Υπουργείο σταθερά, με το "έτσι θέλω" αποφάσιζε "60".

Όταν μπήκα εγώ στο Τμήμα αυτό, πράγματι πέρναμε 60 νέους φοιτητές κάθε χρόνο, οι οποίοι όμως τελικά γίνονταν σχεδόν 70, αφού επιπλέον πέρναμε από διάφορες άλλες κατηγορίες, όπως ομογενείς, κλπ. Ο λόγος που το Τμήμα μας ζητούσε να έχει 40 φοιτητές δεν ήταν άλλος ότι τόσους νόμιζε πως μπορούσε να υποστηρίξει παρέχοντας ένα υψηλότατο επίπεδο σπουδών. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ο αυταρχισμός του ελληνικού κράτους που απαιτούσε να πάρει 50% περισσότερους φοιτητές δίχως να αυξήσει αντιστοίχως την χρηματοδότηση.

Ένας πολιτικός για τον οποίον έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά θετικά και πολλά αρνητικά, παρ' ολίγον πρωθυπουργός της χώρας μετά το 53-53-50 του Ιανουαρίου του 1996, ήταν ο Γεράσιμος Αρσένης (ο "50" στην παραπάνω τριπλέτα, όπου τα "53" ήταν του Σημίτη και του Άκη). Δεν είναι σκοπός μου στο άρθρο αυτό να κάνω μια συνολική αποτίμηση του έργου του Γεράσιμου Αρσένη, μπορώ όμως μετά βεβαιότητας να πω ότι στον χώρο της παιδείας βαρύνεται με ένα μεγάλο έγκλημα, έγκλημα μάλιστα που (ως συνήθως) βαφτίστηκε με ένα ωραίο όνομα: "Άνοιγμα του Πανεπιστημίου στην Κοινωνία".

Το 1995 και το 1996 που έδως πανελλήνιες οι πιθανότητες να περάσει κανείς σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ ήταν σχετικά μικρές (και ήταν πολύ δύσκολο να περάσεις σε σχολές υψηλής προτίμησης - ένα πολύ ταλαιπωρημένο ζήτημα που έχω πολλές φορές θίξει σε αυτό το ιστολόγιο). Αν θυμάμαι καλά, στην πρώτη δέσμη (τώρα νομίζω λέγεται θετική-τεχνολογική κατεύθυνση) περνούσε περίπου ένας στους τρεις, ενώ στην τέταρτη δέσμη (οικονομικές σχολές κλπ) περνούσε ένας στου έξι. 

Μετά το κατά Αρσένη άνοιγμα του πανεπιστημίου στην κοινωνία, έπρεπε πραγματικά να προσπαθήσεις για να μην περάσεις, καθώς υπήρχαν θέσεις για ένα ποσοστό της τάξης του 85% με 90% των υποψηφίων. Το ερώτημα βέβαια είναι "που θα περάσεις;". Ξαφνικά γέμισε η Ελλάδα με νέα τμήματα ΑΕΙ και ΤΕΙ τα οποία προκαλούσαν τόσο γέλιο όσο και κλάμα. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στην Τρίπολη που βρέθηκε με δυο (!) σχεδόν ταυτόσημα τμήματα πληροφορικής, απλώς το ένα υποτίθεται είχε έμφαση στις τηλεπικοινωνίες... (ευτυχώς μετά από χρόνια συγχωνεύτηκαν). 

Πανεπιστήμια και ΤΕΙ ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια, δίχως όμως να έχουν τις απαραίτητες υποδομές, δίχως να υπάρχει ο απαραίτητος προϋπολογισμός, δίχως να έχουν το απαραίτητο διδακτικό-ερευνητικό προσωπικό και, εννοείται, δίχως η χώρα να έχει οποιαδήποτε εκπαιδευτική και ερευνητική στρατηγική. Αυτό που συνέβαινε ήταν κάτι αντίστοιχο με την "οικονομική πολιτική των στρατοπέδων": Τα ακαδημαϊκά αυτά ιδρύματα δημιουργούνταν κατά βάση για να "στηρίξουν" άκουσον-άκουσον τις κατά τόπους οικονομίες με έναν ιδιαίτερα χαμηλής ποιότητας τρόπο (ενοίκια, κατανάλωση), καθώς βεβαίως και για να εξυπηρετήσουν διάφορα ρουσφέτια (είναι πολύ χαριτωμένη συχνά η ανθρωπογεωγραφία πολιτικών και άλλων "προσωπικοτήτων" που είναι, ο Μεγαλοδύναμος να τους κάνει, και "πανεπιστημιακοί").

Στο σημείο αυτό να σημειώσω πως δεν ήταν μόνο τα αμέτρητα ανούσια νέα Τμήματα αλλά και η δραματική αύξηση των εισακτέων στα υφιστάμενα: Το Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών που μετά βίας τα έβγαζε πέρα (για να έχει υψηλότετο επίπεδο, πάντα) με 60 εισακτέους, αναγκάστηκε να υποδεχτεί τελικά περί του 150 κάθε έτος!

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να καταλάβει πως μια τόσο τεράστια αύξηση της προσφοράς θέσεων θα είχει υποχρεωτικό επακόλουθο να πέσει η τιμή της θέσης, που στο συγκεκριμένο σύστημα είναι η βάση εισαγωγής. Πέρα από αυτό βέβαια δημιουργήθηκαν μια σειρά από παρακμιακά φαινόμενα, καθώς φτάσαμε να έχουμε τμήματα - σφραγίδες, ιπτάμενους καθηγητές, ανύπαρκτους φοιτητές και πολλά άλλα. Γιατί έγιναν όλα αυτά; Διότι το κατ' όνομα και μόνο "άνοιγμα του πανεπιστημίου στην κοινωνία" πολύ απλά είχε μοναδικό αποτέλεσμα την απόλυτη απαξίωση του πανεπιστημίου.

Καθώς κανείς δεν είχε τη δύναμη να θίξει την ουσία του ζητήματος, ότι δηλαδή ο αριθμός των εισακτέων πρέπει να μειωθεί σημαντικά, ότι πρέπει να έχουμε πολύ λιγότερα τμήματα και ότι αυτά τα λιγότερα τμήματα πρέπει να τα χρηματοδοτήσουμε πολύ, πολύ καλύτερα τόσο από τον τακτικό προϋπολογισμό για βασική έρευνα και εκπαιδευτικές δραστηριότητες όσο και με σειρά άλλων προγραμμάτων για εφαρμοσμένη έρευνα, επειδή λοιπόν κανείς δεν είχε τη δύναμη να μιλήσει την γλώσσα της αλήθειας, εφευρέθηκε το τέχνασμα της "βάσης του 10".

Οι πανελλήνιες εξετάσεις είναι απλά ένα φίλτρο κατάταξης. Δεν έχει σημασία ο απόλυτος βαθμός. Μπορεί μια χρονιά να έχει (πολύ) δύσκολα θέματα και ένας άριστος μαθητής να γράψει μαθηματικά 14. Μπορεί μια άλλη χρονιά να έχει (πολύ) εύκολα θέματα και ένας μέτριος μαθητής να γράψει μαθηματικά 17. Το απόλυτο νούμερο δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Η διαδικασία απλώς κατατάσσει τους υποψήφιους φοιτητές σε μια σειρά και μετά ανάλογα με τις προτιμήσεις τους και τις διαθέσιμες θέσεις, εισάγονται στα τμήματα.

Το πρόβλημα είναι ότι οι διαθέσιμες θέσεις είναι πάρα, πάρα πολλές, σε τμήματα που κανείς πραγματικά δεν θέλει να πάει, οπότε σε μια χρονιά με (σχετικά) δυσκολότερα θέματα θα δει κανείς φαινόμενα όπως αυτό που συζητήθηκε έντονα φέτος με το μαθηματικό της Σάμου, να περνά κανείς με πολύ χαμηλή βαθμολογία. Επειδή λοιπόν η γαλαζοπράσινη κακιστοκρατία δεν μπορούσε να πει στους τοπικούς κομματάρχες "ξέρεις, αυτό το Τμήμα που έχετε στο χωριό σας πρέπει να κλείσει", προσπάθησε να τους το πει πλαγίως "θα το κλείσουμε διότι δυστυχώς κανείς δεν περνάει τη βάση του 10 για να έρθει". Μιλάμε δηλαδή για απίστευτες γραφικότητες.

Η ορθολογική αντιμετώπιση του θέματος λοιπόν πρώτα και κύρια είναι η σημαντική μείωση του αριθμού τμημάτων και ταυτόχρονα η μείωση των εισακτέων ανά τμήμα. Παράλληλα, πρέπει επιτέλους να γίνει μια μακροπρόθεσμη εκπαιδευτική και ερευνητική στρατηγική για να δούμε πόσους νέους επιστήμονες τελικά χρειαζόμαστε σε κάθε γνωστικό πεδίο. Κατά τη διάρκεια του Erasmus μου στη Σουηδία μου είχε κάνει εντύπωση ο πολύ χαμηλός αριθμός των φοιτητών ανά έτος στο Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης. Τον συνέκρινα τότε με τους χιλιάδες νέους φοιτητές μαθηματικών που είχαμε κάθε χρόνο στην Ελλάδα (θυμάμαι είχα μετρήσει το 1998 τμήματα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Πάτρα και Ηράκλειο και όλοι μαζί είχαν > 1.000 νέους φοιτητές κάθε χρόνο, όταν η Στοκχόλμη είχε < 100). Το ερώτημα προκύπτει ξεκάθαρα: Γιατί συνέβη αυτό;

Συνέβη λοιπόν γιατί η κακιστοκρατία που κυβερνά την Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια είχε μόνο δυο σταθερές:
- Οι πανελλήνιες είναι αδιάβλητες
- Από το δημόσιο δεν απολύεσαι ποτέ

...αυτή η στρέβλωση οδήγησε στην παρανοϊκή έννοια του "αδιόριστου πτυχιούχου" και της "επετηρίδας". Ήταν δηλαδή το κράτος υποχρεωμένο να προσλάβει τους πτυχιούχους, για αυτό και η ελληνική οικογένεια έκανε τέτοια τεράστια προσπάθεια να μπουν τα παιδιά της στο πανεπιστήμιο. Όχι για να μορφωθούν, αλλά για να αποκατασταθούν;

Που φτάσαμε λοιπόν; Φτάσαμε στο τραγελαφικό οι σχολές που τελικά "διορίζονται", επί παραδείγματι οι αστυνομικοί, να έχουν υψηλότατες βάσεις, ενώ άλλες, που "δεν διορίζονται" να είναι πρακτικά στα αζήτητα.

Αν κατάφεραν λοιπόν κάτι οι γαλαζοπράσινοι κύριοι και κυρίες που με απύθμενο θράσος σήμερα μας κουνάνε το δάχτυλο, ήταν μόνο εξής: Πλέον στις διαδηλώσεις μπορείς να φας ξύλο από αριστούχους, αφού τέτοιοι βαθμοί χρειάζονται για να μπει κάποιος στα τμήματα που οδηγούν στην Ελληνική Αστυνομία (βέβαια, επειδή οι αριστούχοι καμιά φορά χρησιμοποιούν και τον εγκέφαλό τους και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο για την κακιστοκρατία, φυσικά άνοιξαν και την πίσω πόρτα για είσοδο ημετέρων στην Ελληνική Αστυνομία μέσω ειδικών φρουρών κλπ).

Έχοντας κάνει λοιπόν σαφή τη θέση μου, ότι δηλαδή θέλουμε λιγότερα τμήματα, λιγότερους φοιτητές ανά τμήμα, πολύ (εννοώ πολύ) μεγαλύτερη χρηματοδότηση ανά τμήμα και (επιτέλους) μια ολοκληρωμένη εθνική εκπαιδευτική & ερευνητική στρατηγική, θα ήθελα να σημειώσω και το εξής:

Ζούμε σε μια κατάσταση βαθιάς παρακμής όπου οι διευθύνουσες ομάδες που κατέχουν τους θεσμούς (κράτος), είναι στην πραγματικότητα εναντίον του έθνους (ή του λαού, αν προτιμάτε). Αυτή λοιπόν η διευθύνουσα ομάδα, ενώ θεωρητικά θα ήθελε να ενισχύσει τους θεσμούς (πχ το Πανεπιστήμιο), στην πραγματικότητα της είναι εντελώς αδιάφορο πλέον. Όπως κάνουν οι πλούσιοι στις τριτοκοσμικές χώρες, η ομάδα αυτή είναι αυστηρά διαχωρισμένη από την υπόλοιπη κοινωνία: Τα παιδιά της πάνε σε ιδιωτικά σχολεία, εξετάζονται στα ΙΒ και σπουδάζουν στα πανεπιστήμα του εξωτερικού, κοιτώντας  με λύπηση ή βδελυγμία εμάς τους βαλκάνιους ιθαγενείς. 

Μέσα από την τάση αυτή, που αρχικά υπήρχε μόνο στην κορυφή της πυραμίδας αλλά σιγά σιγά πηγαίνει και προς την (και πάλι, ο Μεγαλοδύναμος να την κάνει) ανώτερη-μεσαία τάξη, θα σπάσει ίσως το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης γύρω από τις πανελλήνιες και τον διορισμό στο δημόσιο. Θα σπάσει όμως μέσα από μια διαδικασία αποσάθρωσης η οποία δεν θα αφήσει τίποτα λειτουργικό πίσω της, παρά μόνο κάποιες νησίδες επιστημονικής και ερευνητικής αριστείας αποκλειστικά και μόνο χάρη στην αυταπάρνηση ορισμένων καθηγητών, ερευνητών και φοιτητών. 

Είναι ένας κίνδυνος που πρέπει άμεσα να τον δει πρώτα και κύρια η νεολαία και να απαιτήσει τον εκσυγχρονισμό, την αναδιάρθρωση και την ισχυροποίηση των εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων της χώρας, διαδικασία που οπωσδήποτε πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά που περιγράφησαν παραπάνω. Τέλος, αν και θα χρειαζόταν ένα (ή και περισσότερα) άρθρο μόνο για αυτό, δεν γίνεται να μην πει κανείς ότι πρέπει να γίνει και μια πολύ σοβαρή αυτοκριτική στη μέση εκπαίδευση για το επίπεδο των σπουδών που παρέχει. Η αυτοκριτική αυτή οφείλει να ξεκινήσει (και ευελπιστώ ότι θα το κάνει) από την κοινότητα των ίδιων των καθηγητών.

Ως τη Νίκη, Πάντοτε, Μιχάλη Χαραλαμπίδη

Αγαπημένε Δάσκαλε Μιχάλη Χαραλαμπίδη, Ήταν Ιούνιος του 1996, διάβαζα μαθηματικά για τις πανελλήνιες εξετάσεις της επόμενης μέρας. Στιγμή ιερ...