“ Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει”
— Μάνος Χατζιδάκις
Τα γεγονότα της περασμένης Τετάρτης 18 Δεκεμβρίου με έχουν αφήσει εμβρόντητο, όπως θα έπρεπε να έχουν κάνει και σε κάθε δημοκρατικό πολίτη που αντιλήφθηκε τι συνέβη.
Δεν είναι τόσο το ίδιο το κρούσμα αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, όσο αυτό που ακολούθησε. Είδαμε έκπληκτοι να δουλεύει μια πανίσχυρη μηχανή ολοκληρωτικής προπαγάνδας η οποία δεν δίστασε να διαλύσει των υπόληψη μιας ευυπόληπτης αστικής οικογένειας απλά και μόνο για να μην αμαυρωθεί το κυβερνητικό αφήγημα περί νόμου και τάξεως και να μην απομειωθεί στο παραμικρό το πολιτικό κεφάλαιο του κ. Πρωθυπουργού και του κ. Υπουργού Προστασίας του Πολίτη.
Καθώς από μια σειρά συμπτώσεων είμαι σε θέση να γνωρίζω τα πραγματικά γεγονότα, αυτό που συνέβη πάνω κάτω είναι το εξής:
- Η οικογένεια Ινδαρέ συμβαίνει να ζει δίπλα σε ένα κτήριο που συχνά καταλαμβάνεται από συμπολίτες μας που προσδιορίζονται ως αναρχικοί ή / και αντιεξουσιαστές.
- Κατά καιρούς η ελληνική αστυνομία επεμβαίνει και διαλύει την κατάληψη.
- Είναι σαφές δηλαδή ότι επιχείρηση σαν εκείνη της 18ης Δεκεμβρίου σίγουρα δεν συνέβη για πρώτη φορά και, πιθανότατα, ούτε και για τελευταία.
- Δεδομένου λοιπόν του ότι οι καταληψίες συχνά εκδιώκονται και μετά από λίγο επανέρχονται στο κτήριο, είναι πολύ λογικό ότι η γειτονική οικογένεια επιθυμεί να είναι αποστασιοποιημένη από την εν λόγω διαμάχη (καταληψιών - αστυνομίας), τόσο πολιτικά όσο και επιχειρησιακά.
- Αυτή η επιθυμία της οικογένειας (που κάνει ακριβώς ότι θα έκανε και ο συγγραφέας του άρθρου και πιθανότατα η πλειοψηφία των Ελλήνων) εκφράζεται μέσα από την τήρηση του νόμου, μέσα από την προστασία του συνταγματικά κατοχυρωμένου αγαθού του οικογενειακού ασύλου.
- Οι καταληψίες σεβάστηκαν το συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτό δικαίωμα. Η ελληνική αστυνομία από την άλλη μεριά, όχι.
- Εκείνο το πρωί, οι αστυνομικοί ζήτησαν να διέλθουν μέσα από την παρακείμενη οικία. Η οικογένεια είπε πως για να το επιτρέψει αυτό, απαιτείται η γραπτή εντολή που ορίζει ο νόμος. Η εντολή δεν υπήρχε και οι αστυνομικοί αποχώρησαν.
- Μετά από λίγο η οικογένεια αντιλήφθηκε ότι οι αστυνομικοί ήταν στην ταράτσα τους. Όταν πήγε και τους ζήτησε να αποχωρήσουν, ως ήταν απόλυτο δικαίωμα της, τα όργανα της τάξεως δεν δίστασαν να τους σαπίσουν στο ξύλο και να τους συλλάβουν με κατασκευασμένες κατηγορίες δήθεν αντίστασης, επίθεσης και άλλων τέτοιων γραφικοτήτων.
- Όπως ακριβώς δηλαδή γινόταν επί δικτατορίας και στη διάρκεια των μαύρων δεκαετιών του '50 και του '60.
- Πολύ χειρότερα, όλη την επόμενη μέρα ταλαιπώρησαν απίστευτα τη συλληφθείσα οικογένεια τόσο μη παρέχοντας την αναγκαία περίθαλψη για τα τραύματα τους όσο και απαγορεύοντας και στη συνέχεια δυσχεραίνοντας ποικιλοτρόπως την επικοινωνία με τους δικηγόρους της.
- Κάπως έτσι φτάσαμε να αναρωτιόμαστε αν ζούμε στην Ελλάδα ή στη Χιλή, στην Αθήνα ή στο Σαντιάγκο.
Εκεί που την 'πάτησε' το σύστημα, εκεί που έγινε η τεράστια γκάφα που απεκάλυψε την αλήθεια, ήταν όταν μαθεύτηκε ποια ήταν η οικογένεια Ινδαρέ. Έτυχε λοιπόν να μιλάμε για μια αστική, μετριοπαθή οικογένεια, με λαμπρές επαγγελματικές, επιστημονικές και καλλιτεχνικές περγαμηνές και μακραίωνη ιστορία (πρόγονος της οικογένειας ήταν γνωστός αγωνιστής του '21).
Οι άνθρωποι αυτοί λοιπόν έχουν πολλούς και ισχυρούς φίλους σε όλο το πολιτικό φάσμα. Έτσι ταχύτατα απλώθηκε ένα ισχυρότατο κύμα συμπαράστασης και πολυεπίπεδης υποστήριξης, που οδήγησε στην απελευθέρωση της οικογένειας την επόμενη μέρα και στη δημοσιοποίηση των στοιχείων του ξυλοδαρμού και των άλλων δεινών που υπέστησαν.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο πατέρας της οικογένειας αναγκάστηκε να φτάσει στο σημείο να μιλήσει για τις πολιτικές του απόψεις και να τονίσει ότι διαφωνεί με τους αναρχικούς. Γράφτηκε πως ο πατέρας είπε ότι στις εκλογές της 7ης Ιουλίου ψήφισε το κόμμα που είναι στην κυβέρνηση και δεν είδα κάποια διάψευση.
Αναρωτιέται κανείς λοιπόν εύλογα: Αν ο κ. Δημήτρης Ινδαρές αντί για Νέα Δημοκρατία είχε ψηφίσει ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θα είχε λιγότερα δικαιώματα; Πολύ περισσότερο, αν, όπως εκατομμύρια άνθρωποι ανά τον κόσμο, είχε γοητευτεί κι εκείνος από τα πανανθρώπινα μηνύματα του Μπακούνιν και του Κροπότκιν, τι θα σήμαινε αυτό για την αντιμετώπιση του από την ελληνική αστυνομία; Θα ήταν άραγε εκ προοιμίου ένοχος; Αφήνω τέλος ως ρητορικό το ερώτημα του τι θα συνέβαινε εάν στη θέση της οικογένειας Ινδαρέ βρισκόταν η οικογένεια του "ψυκτικού από το Περιστέρι" για τον οποίο τόσος λόγος είχε γίνει προεκλογικά...
Θέλω να επισημάνω όμως πως το πιο σημαντικό που πρόβλημα στην περίπτωση αυτή δεν είναι η ίδια η αστυνομική βία – «αδερφή του κράτους ήταν πάντα η βία», λένε εύστοχα οι Social Waste. Αυτή υπήρχε πάντα και θα υπάρχει πάντα. Εναπόκειται στην κοινωνία να δημιουργεί θεσμούς που την ελέγχουν και την περιορίζουν.
Θέλω να επισημάνω όμως πως το πιο σημαντικό που πρόβλημα στην περίπτωση αυτή δεν είναι η ίδια η αστυνομική βία – «αδερφή του κράτους ήταν πάντα η βία», λένε εύστοχα οι Social Waste. Αυτή υπήρχε πάντα και θα υπάρχει πάντα. Εναπόκειται στην κοινωνία να δημιουργεί θεσμούς που την ελέγχουν και την περιορίζουν.
Το τρομακτικό της υπόθεσης είναι το propaganda machine. Έτυχε να δω ειδήσεις στην τηλεόραση εκείνο το βράδυ και δεν πίστευα στα μάτια μου. Τόσα χοντροκομμένα ψέματα, τόση μονόπλευρη πληροφόρηση, πλήρης απουσία οποιασδήποτε δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Τα απολυταρχικά καθεστώτα πρέπει να είναι περήφανα για τα standards που έχουν δημιουργήσει.
Το επόμενο πρωί, όταν πια το ψέμα δεν μπορούσε να κρυφτεί, ο κ. Υπουργός Ανάπτυξης αναρωτιόταν στα τηλεοπτικά πάνελ «γιατί ζήτησε εισαγγελική εντολή ο κ. Ινδαρές; Τι είχε να κρύψει; Ένας νομοταγής πολίτης αφήνει την αστυνομία να περάσει.».
Σοβαρά τώρα; Έρχονται στις έξι το πρωί κάποιοι κουκουλοφόροι με διακριτικά της αστυνομίας χωρίς χαρτιά και τους αφήνεις να μπουν στο σπίτι σου χωρίς να ξέρεις ποιοι είναι και γιατί θέλουν να περάσουν; Μάλλον νομίζει ότι ζει στη ΛΔΒΚ ο κ. Υπουργός. Δυστυχώς όμως για εκείνον η Ελλάδα είναι έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, απ' όσο ξέρω, στην Ένωση αυτή οι πολίτες, ο λαός συνολικά, έχουν συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα.
Το πιο αστείο βέβαια ήταν όταν ο κ. Υπουργός Προστασίας του Πολίτη είπε ότι «σέβεται τον κ. Ινδαρέ ως πατέρα που προσπάθησε να προστατεύσει τα παιδιά του» (τα οποία δήθεν ήταν στην κατάληψη). Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο των Ελλήνων διαβάζοντας τη δήλωση αυτή... Τόσος σεβασμός που κυριολεκτικά τον σάπισαν στο ξύλο τον άνθρωπο.
Το τραγικό όμως, το πραγματικά εκφοβιστικό, είναι να βλέπει κανείς την αποτελεσματικότητα της προπαγανδιστικής μηχανής. Είδα πολλούς κατά τεκμήριο έξυπνους και μετριοπαθείς ανθρώπους να πέφτουν θύματα της. «Δεν μπορεί, κάτι θα έκαναν κι εκείνοι», σκέφτηκαν πολλοί. «Μήπως τα παιδιά ήταν όντως στην κατάληψη;» αναρωτήθηκαν άλλοι. Το μικρόβιο της αμφιβολίας είχε διαδοθεί.
Διανύουμε τον δωδέκατο χρόνο κρίσης στην Ελλάδα. Μέχρι σήμερα ποτέ, ούτε για μια στιγμή, δεν σκέφτηκα να φύγω από την χώρα. Τώρα όμως, πρώτη φορά, σκέφτομαι πολύ σοβαρά αυτό το ενδεχόμενο. Όχι, δεν θέλω να ζω σε μια χώρα που στις έξι το πρωί Πάνοπλοι αστυνομικοί εισβάλλουν στο σπίτι μου, με σαπίζουν στο ξύλο, με συλλαμβάνουν με μια κατασκευασμένη κατηγορία, δεν με αφήνουν να δω τον δικηγόρο μου και, το χειρότερο, τίθεται σε λειτουργία μια πανίσχυρη προπαγανδιστική μηχανή που εν τέλει πείθει την κοινή γνώμη ότι «κάτι θα είχα κάνει κι εγώ».
Αν κάποιος λοιπόν είναι στοιχειωδώς σοβαρός με το λεγόμενο brain drain, ας γνωρίζει ότι το κράτος δικαίου είναι το απολύτως απαραίτητο για τους δημιουργικούς ανθρώπους για αυτό και εκείνοι για δεκαετίες συνέρεαν στις δημοκρατίες της δυτικής Ευρώπης και της βόρειας Αμερικής.
Κλείνω το άρθρο αυτό θέτοντας ένα ερώτημα που επιτακτικά ζητά να απαντηθεί: Όταν η εξουσία διαθέτει τέτοιους πανίσχυρους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς, μπορεί η δημοκρατία πραγματικά να λειτουργήσει όπως την γνωρίζαμε; Όταν σε λίγο καθένας μας στο κινητό του θα βλέπει μια διαφορετική εκδοχή των "ειδήσεων", όταν πια ακόμα και η προπαγάνδα θα είναι προσωποποιημένη, σε ποια βάση θα γίνεται ο δημόσιος διάλογος; Σε ποιο έδαφος πρώτα απ' όλα θα καλλιεργούνται οι πολιτικές απόψεις;
Είναι μια τεράστια πρόκληση για τη δημοκρατία μας, τις πραγματικές διαστάσεις της οποίας μόλις που αρχίζουμε να φανταζόμαστε. Προσπαθώ να είμαι πάντα αισιόδοξος, στο συγκεκριμένο θέμα όμως τα υφιστάμενα δεδομένα δεν βοηθούν καθόλου.