Τους τελευταίους μήνες η καρδιά της ελληνικής επιχειρηματικότητας χτυπά στους ρυθμούς του προγράμματος EquiFund. Πρόκειται για ένα πραγματικά εντυπωσιακό πρόγραμμα που δημιουργεί μια πρωτόγνωρη κατάσταση στην αγορά της νεοφυούς – και όχι μόνο – επιχειρηματικότητας καθώς προσφέρει πόρους της τάξης των πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για κεφαλαιακές ενισχύσεις με όχημα επαγγελματίες διαχειριστές επιχειρηματικών κεφαλαίων.
Από μόνη της η εξέλιξη αυτή είναι ριζοσπαστική και ανατρεπτική, αξίζοντας τη θερμή υποστήριξη όλων των παιχτών του οικοσυστήματος!
Όπως οποιαδήποτε νέα εξέλιξη γενικώς, από τη φωτιά και την ατομική ενέργεια μέχρι την έννοια της κεφαλαιακής επιχείρησης και της τραπεζικής πίστης, έτσι και η υλοποίηση του προγράμματος EquiFund διατρέχει τον κίνδυνο να έχει μερικές αρνητικές συνέπειες, κυρίως εάν οι διαχειριστές τον κεφαλαίων, αλλά και η επιχειρηματική κοινότητα γενικότερα, δεν έχουν πλήρη επίγνωση των δυο παρακάτω κινδύνων που ενδέχεται να παρουσιαστούν:
(α) Πληθωρισμός αποτιμήσεων
Με βάση τις δημόσιες πληροφορίες για το πρόγραμμα, θα πρέπει να γίνουν επενδύσεις σε έναν αριθμό που μπορεί και να υπερβαίνει τις 400 διαφορετικές επιχειρήσεις. Αυτό που είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι πως περίπου 300 από αυτές θα πρέπει να είναι νέες επιχειρήσεις «μεγάλων οριζόντων» - αυτές δηλαδή που ονομάζουμε νεοφυείς ή απλά startups.
Το πρόβλημα είναι πως σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, ένας επαγγελματίας διαχειριστής θα πρέπει να επενδύσει περίπου στο 2% των επιχειρήσεων που τον προσεγγίζουν αναζητώντας επιχειρηματικά κεφάλαια. Αυτό σημαίνει πως στα τέσσερα (4) accelerators που υποστηρίζει το EquiFund θα πρέπει να απευθυνθούν πάνω από 15,000 διαφορετικές νέες επιχειρήσεις με ελπιδοφόρα επιχειρηματικά σχέδια.
Δεν πρέπει να είναι ειδικός κανείς για να αντιληφθεί πως αυτό είναι απολύτως αδύνατον, εκτός και αν συμβούν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα πράγματα:
-Να «ανοίξει» το πρόγραμμα και σε επιχειρήσεις του εξωτερικού
-Να διευρυνθεί χρονικά η επενδυτική περίοδος σε 5 ή και περισσότερα χρόνια
-Να διευρυνθεί η στόχευση του προγράμματος περιλαμβάνοντας και υφιστάμενες επιχειρήσεις που κάνουν αλλαγή στρατηγικής – pivot
-Να προσαρμοστούν τα κριτήρια της «investable» επιχείρησης στη νεο-ελληνική πραγματικότητα
Κάποια από τα παραπάνω, όπως το τελευταίο, είναι τραγικά και μόνο να τα σκεφτόμαστε. Κάποια άλλα, όπως το πρώτο, είναι μια ιστορικού μεγέθους ευκαιρία για την Ελλάδα – σε αυτό όμως θα επεκταθούμε αργότερα.
Το ζήτημα πάντως του ανεπαρκούς deal-flow είναι προφανές και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί, διαφορετικά θα δούμε κωμικοτραγικά φαινόμενα όπου ανεπαρκείς ή ανεπαρκέστατες επιχειρήσεις θα έχουν να διαλέξουν μεταξύ πολλών διαφορετικών προσφερομένων term-sheets και μάλιστα σε παρανοϊκά υψηλά valuations, απλώς και μόνο επειδή θα πλησιάζουμε στο τέλος του προγράμματος.
(β) Αύξηση κόστους εργασίας
Αν κάποιος μελετήσει τα παραδείγματα επιτυχημένων νεοφυών επιχειρήσεων με ελληνικό ενδιαφέρον, εύκολα θα καταλήξει στο συμπέρασμα πως το value-for-money του ανθρώπινου δυναμικού τους ήταν ένα από τα βασικά τους ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Τι σημαίνει αυτό σε πολύ απλά λόγια: Ότι το μέλος ενός product development team, είτε μηχανικός ή marketer, που μένει στην Ελλάδα και αμοίβεται με κάτι μεταξύ €1.500 με €2.000 ευρώ/μήνα (μισθωτός, «καθαρά στην τσέπη», 14 μισθοί/έτος) από τη μια καταφέρνει να έχει μια αρκετά ικανοποιητική ποιότητα ζωής, αφετέρου εξακολουθεί να στοιχίζει λιγότερο από το μισό (ή και από το 1/3) του αντιστοίχου στελέχους στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη ή το Σαν Φρανσίσκο.
Παρακαλώ να δοθεί έμφαση στο value for money, όχι στο κόστος μόνο του. Κάποιος μπορεί αν βρει πολύ φθηνότερο προσωπικό στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία, τη Λευκορωσία και αλλού. Όμως δεν μπορεί να βρει προσωπικό με τα χαρακτηριστικά που έχει ένα σύγχρονο, lean & agile product development team. Αυτό ήταν και είναι ένα τεράστιον ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της ελληνικής νεοφυούς επιχειρηματικότητας.
Εάν όμως ξαφνικά χρηματοδοτηθούν 400+ εταιρείες, οι οποίες μάλιστα θα πιέζονται από τους επενδυτές να έχουνε επιθετική στρατηγική όσον αφορά τις προσλήψεις, είναι ιδιαίτερα πιθανό πως ο μισθός που περιγράφουμε παραπάνω σύντομα θα αυξηθεί κατά 50% ή και περισσότερο, λόγω της περιορισμένης προσφοράς και της μεγάλης ζήτησης.
Που είναι το κακό με αυτό, θα αναρωτηθεί κανείς; Πολύ απλά στο ότι έτσι οι εν λόγω επιχειρήσεις θα χάσουν ένα σημαντικότατο ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα και πολύ απλά δεν θα ανταπεξέλθουν στον διεθνή ανταγωνισμό (λόγω της τεχνητής στρέβλωσης από την εισορή δημοσίων κεφαλαίων στην αγορά), με αποτέλεσμα οι θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν να είναι καλοπληρωμένες μεν, να εξαφανιστούν δε με την εξάντληση των εν λόγω δημοσίων κεφαλαίων.
H μεγάλη ευκαιρία
Όπως παρουσιάστηκε παραπάνω, οι δυο μεγάλοι κίνδυνοι που φέρνει το πρόγραμμα EquiFund με την εφαρμογή του είναι από τη μια η τεχνητή αύξηση των αποτιμήσεων (που καθιστά από δύσκολους έως αδύνατους τους επόμενους κύκλους χρηματοδοτήσεων από διεθνείς επενδυτές, όπως φυσικά και των εξαγορών) καθώς επίσης από την άλλη η τεχνητή αύξηση των αμοιβών εξειδικευμένου προσωπικού (που αναιρεί ένα από τα λίγα εναπομείναντα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των ελληνικών νεοφυών επιχειρήσεων).
Μια προσεκτική σκέψη στο πως μπορούν να αντιμετωπιστούν οι δυο αυτοί κίνδυνοι, μας οδηγεί στη πραγματικά μεγάλη ευκαιρία που δημιουργεί το πρόγραμμα EquiFund, όχι μόνο για τη νεοφυή επιχειρηματικότητα αλλά για την ελληνική οικονομία στο συνολό της: Το πέρασμα από την εσωστρέφεια προς την εξωστρέφεια, σε όλα τα επίπεδα.
Το πρόγραμμα EquiFund προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να ανακτήσει η Ελλάδα την κεντρικότητά της στην Ανατολική Μεσόγειο καθώς και μια ιδιαίτερα αξιοπρεπή θέση στην Ευρωπαϊκή σκηνή των νεοφυών επιχειρήσεων. Πως; Με δυο πολύ απλά βήματα:
1.Προωθώντας τις επενδύσεις όχι μόνο σε ελληνικές νεοφυείς επιχειρήσεις αλλά σε αξιόλογα startups από όλη την Ανατολική Μεσόγειο – υπό τον απαράβατο όρο βεβαίως της λειτουργίας ουσιαστικής εγκατάστασής τους στην Ελλάδα
2.Ενθαρρύνοντας και ενισχύοντας με κάθε τρόπο τις ελληνικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα όσες λάβουν επενδύσεις από το EquiFund, όχι μόνο να προχωρήσουν σε επαναπατρισμό ελλήνων επιστημόνων και μηχανικών που έφυγαν λόγω της κρίσης, αλλά να καταστήσουν την ελλάδα σε επαγγελματικό προορισμό ταλαντούχων νέων από την Ανατολική Μεσόγειο και την ηπειρωτική Ευρώπη. Εξάλλου, αν κάποιος είναι νέος (είτε στην ηλικία ή στο πνεύμα), εργάζεται σε μια εταιρεία που απευθύνεται στην παγκόσμια αγορά με αξιοπρεπείς αποδοχές, γιατί να μην θέλει να ζήσει 3 έως 5 χρόνια στην Ελλάδα; Μπορούν κάλλιστα να είναι από τα καλύτερα της ζωής του!
Συμπέρασμα
Προσπάθησα παραπάνω να περιγράψω δυο σημαντικούς κινδύνους που ενδέχεται να προκύψουν από την υλοποίηση του προγράμματος EquiFund – για το οποίο είναι αλήθεια πως δύσκολα μπορώ να συγκρατήσω τον ενθουσιασμό μου. Οι κίνδυνοι αυτοί είναι απολύτως υπαρκτοί και σοβαροί, ευελπιστώ δε πως οι ομάδες διαχείρισης ήδη έχουν σχέδια αντιμετώπισής τους.
Αυτό που βρίσκω ιδιαιτέρως ενδιαφέρον είναι πως αμφότεροι οι κίνδυνοι αυτοί αντιμετωπίζονται με μια αλλαγή φιλοσοφίας την οποία η χώρα μας έχει μεγάλη ανάγκη ούτως ή άλλως: Το πέρασμα από την εσωστρέφεια προς την εξωστρέφεια.
Με λίγη τύχη και πολλή δουλειά σύντομα μπορούμε να βλέπουμε τα καλύτερα μυαλά της Ανατολικής Μεσογείου να εργάζονται στην Αθήνα και τα υπόλοιπα επιχειρηματικά κέντρα της χώρας μας, δίνοντας ποιοτική εργασία σε ταλαντούχους νέους από την Ελλάδα, την Ανατολική Μεσόγειο και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.
Αυτός είναι ο μόνος ουσιαστικός δρόμος για αληθινή ανάκαμψη – Αν θέλευτε, η πολυσυζητημένη έξοδος που πραγματικά επείγει είναι εκείνη που οδηγεί με αυτοπεποίθηση στην εξωστρέφεια.