Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

Για τον Καπετάν Ερμή

Διάβασα ότι χθες μας άφησε ο Καπετάν Ερμής σε ηλικία 100 ετών. Μια ζωή γεμάτη όχι μόνο σε διάρκεια αλλά και σε δράση και προσφορά.

Ότι και να γράψω είναι λίγο. Αφιερώνω στην μνήμη του το εξαιρετικό τραγούδι «Του Άρη» των καταπληκτικών Social Waste.

Θα προσπαθήσουμε να σου μοιάσουμε, κι ας είναι τόσο δύσκολο. Καλές εφόδους Καπετάνιε στην κοιλάδα της σιωπής.

«Κρατούσα πάντα μια σελίδα μου κενή για το χατίρι σου
κι όσο θα τη γεμίζω, δώσε μου το ποτήρι σου.
Καπετάνιε, θα το φουλάρω ως τα χείλια, 
κρασί να πιούμε από του χρόνου τα παλιά τα σταφύλια.

Σκοπούς μη βάλεις, βγάλε το σκούφο κι ετοιμάσου, 
θα μιλήσουμε για κείνους που πουλήσαν τον ΕΛΑΣ σου
κι έπειτα ξεπουλήσανε και τούτο το χώμα
κι όμως τα σόγια τους μας κυβερνάνε ακόμα.

Ναι, όπως τ’ ακούς! Μα μην ταράζεσαι, έχει κι άλλα, 
εξάλλου εδώ πάντοτε ξένοι κρατάγαν την κουτάλα
κι εμείς, πιστό σκυλί που ζητιανεύει, όπως θα ξέρεις, 
καλά πού `φυγες νωρίς, να μην τα δεις, να υποφέρεις.

Τι είπες; το κόμμα σου; Αυτό έχει μάθει να χάνει και να προδίδει, 
ρώτησε και τον Πλουμπίδη.
Μα τι σου λέω, που τα γνωρίζεις από πρώτο χέρι, 
κι άλλος κανείς από `σένα, καλύτερα δεν τα ξέρει.

Όσο για τ’ όνειρο, το `πνιξε η μάνα του στην κούνια
και παίζουν δίχως αντίπαλο οι άλλοι με τα σπιρούνια.
Γι αυτό σου λέω, ανέβα στ’ άλογο και έλα σαν πρώτα
μήπως και πάψει τούτη η χώρα να `ναι κότα.

Κάπου στη Ρούμελη λένε πως είσαι ακόμα
με τον Κωστούλα, τον Μπελή και τον Τζαβέλλα.
Τ’ ακούς; Ακόμα σε ζητάει τούτο το χώμα.
Γι αυτό σου λέω, ανέβα στ’ άλογο και έλα.

Λείπεις καιρό, έχουν περάσει και τόσα
μα ποιο μολύβι να στα γράψει, να στα πει ποια γλώσσα;
Κάτσε λοιπόν, άκουσε, πες τα κι εσύ στον Τζαβέλλα
κι ύστερα ανέβα στ ’άλογο, πάρ’ τον μαζί και έλα.

Ξενοκρατία που λες, τη χώρα τούτη άλωσε
κι από όταν έφυγες η δεξιά ξεσάλωσε.
Όπως φαντάζεσαι, πισώπλατα όχι στα ίσια
βαφτίσανε Παρθενώνες τα ξερονήσια.

Ναι, οι κουφάλες, κι η αριστερά κολλημένη, 
η ηγεσία βλακώδης κι αλλοπαρμένη, χαμένη
κι οι αντάρτες σου πουλημένοι, πολύ φτηνά πουλημένοι.

Μα τι τα θες, τι τα γυρεύεις, πικρή γεύση μας μένει, 
σήμερα πάλι είναι πιο μαύρο το χάλι, 
ίδιο το χρώμα, ακόμα κουμάντο κάνουν οι μεγάλοι, 
ναι, οι μεγάλοι, δεν τέλειωσαν οι άξονες, 
άλλαξαν βάρδια και ήρθαν οι Αγγλοσάξωνες.

Υπάρχουν όμως και κάποιοι που τους χαλάν την συνταγή, 
οι απόγονοι του Ζαπάτα στων Μεξικάνων τη γη.
Γι αυτό σου λέω, κάτι δεν έχει πεθάνει
κι ίσως αν έρθεις, πιο βαθειά να ανασάνει.

Κάπου στη Ρούμελη λένε πως είσαι ακόμα
με τον Κωστούλα, τον Μπελή και τον Τζαβέλλα.
Τ’ ακούς; Ακόμα σε ζητάει τούτο το χώμα.
Γι αυτό σου λέω, ανέβα στ’ άλογο και έλα.

Κι ύστερα κοίταξα ξανά τον φανοστάτη, 
Εκείνον, στη φωτογραφία της ντροπής
κι είπα: "Αντίο, Καπετάνιε επαναστάτη, 
καλές εφόδους στην κοιλάδα της σιωπής". 

Κάπου στη Ρούμελη λένε πως είσαι ακόμα
με τον Κωστούλα, τον Μπελή και τον Τζαβέλλα.
Τ’ ακούς; Ακόμα σε ζητάει τούτο το χώμα.
Γι αυτό σου λέω, ανέβα στ’ άλογο και έλα.»

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Γροθιά στο μαχαίρι

Όχι σπάνια όταν ετοιμαζόμαστε να κάνουμε κάτι που οι γύρω μας το εκλαμβάνουν ως επικίνδυνο. Ως κίνηση υψηλού ρίσκου. Τότε είναι που προσπαθούν να μας προστατεύσουν, εφόσον τα κίνητρα τους είναι αγαθά, αποτρέποντας μας από την πραγματοποίηση μιας ενέργειας.

Όσο περνάει όμως ο καιρός σκέφτομαι όλο και περισσότερο το εξής: Η ζωή είναι σύντομη και μάταιη. Ελάχιστα πράγματα, ίσως και κανένα, αξίζουν τόσο πολύ ώστε να μην κάνει κάποιος κάτι που θέλει πραγματικά για να μην τα διακινδυνεύσει.

Θα έλεγα πως για κανένα πράγμα δεν αξίζει. Μόνο ίσως για ανθρώπους.

Την επόμενη φορά λοιπόν που κάποιος θα σας πει “δεν αξίζει να ρίξεις γροθιά στο μαχαίρι”, εννοώντας πως μια κίνηση είναι υψηλού ρίσκου, σκεφθείτε το ξανά πριν τον ακούσετε.

Στη ζωή εξάλλου μετανιώνει κανείς μόνο για κάτι που δεν έκανε. Για όσα έκανε, είτε τα απολαμβάνει ή διδάχτηκε από αυτά.

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

Με έναν νόμο, σε ένα άρθρο

Την Ελλάδα από δεκαετίες εν τοις πράγμασι την κυβερνά μια οικονομική ολιγαρχία με ξεκάθαρα εγκληματικά χαρακτηριστικά.
Το άθλημα του ποδοσφαίρου αποτέλεσε και αποτελεί προνομιακό πεδίο δράσης αυτών των μαφιόζικων ομάδων που εκμεταλλεύονται την φτώχεια του κόσμου, υλική και - δυστυχώς - μορφωτική.
Το ελάχιστο που θα περίμενε κανείς ως βήμα εκσυγχρονισμού αλλά και ουσιαστικού εκδημοκρατισμού της χώρας είναι η ουσιαστική ακύρωση εκείνου του πεδίου δράσης.
Εν ολίγοις, το επαγγελματικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου πρέπει να καταρηγηθεί και να γυρίσουμε στον ερασιτεχνικό αθλητισμό μέχρι το ποδόσφαιρο και τα άλλα αθλήματα να απελευθερωθούν από την κυριαρχία του οργανωμένου εγκλήματος.
Αυτό, μπορεί πράγματι να γίνει "σε ένα άρθρο, με έναν νόμο" και να τύχει ευρείας πολιτικής υποστήριξης.

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

Με αφορμή την υπόθεση Novartis

Νομίζω πως η διεθνής ολιγαρχία έχει από καιρό χάσει την υπομονή της με την εγχώρια, για πλήθος λόγων (μεταξύ άλλων ότι η εγχώρια έχει υπέρ του δέοντος εμφανή εγκληματικά χαρακτηριστικά — μέχρι και η ολιγαρχία μας lumpen είναι).

Το ότι τους κρατάνε από δέκα μεριές είναι προφανές. Ότι αβαντάρουν τον Τσίπρα για να τους αδειάσει όποτε βολεύει για να αλλάξει την τρέχουσα πολιτική ατζέντα, είναι επίσης προφανές.

Το πρόβλημα όμως είναι πως ούτε η κάθαρση, ούτε πολύ περισσότερο το γύρισμα μιας νέας σελίδας στην Ελλάδα μπορεί να γίνει ξενοκίνητα. Η χώρα χρειάζεται ένα αυθεντικό πολιτικό αφήγημα.

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες

Οταν, πριν έναν χρόνο ακριβώς, μαθεύτηκαν τα νέα για την απώλεια του πατέρα μου, ένας από τους πιο αγαπημένους μου πανεπιστημιακούς δασκάλους μαζί με ένα πολύ ζεστό και ευγενικό μήνυμα έστειλε το εξής απόσπασμα έργου του Νίκου Καζαντζάκη:

"Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος. Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.".

Το διάβασα πολλές φορές. Κάθε μία από αυτές έρχονταν στο μυαλό μου οι τελευταίες στιγμές του πατέρα. Η ηρεμία, η γαλήνη, η πληρότητα. Η αγάπη. Η ζωή.

Έτσι, σιγά σιγά, αρχίζω να κατανοώ τι εννοούσε ο μεγάλος Κρητικός με το «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος».


Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

«Που πηγαίνετε;» — Ένα μεγάλο ευχαριστώ

H ώρα ήταν περίπου 16:30. Είμαι στο γραφείο μου με τον Θανάση και τον Γιώργο. Το τηλέφωνο χτυπάει, στη γραμμή ο Βασίλης: "Κάτι τρέχει με τον μπαμπά, δεν είναι πολύ καλά". Πάρε τώρα τη Λία και έλα σπίτι. Παίρνω τηλέφωνο στο σπίτι, η Λία απαντά. Η φωνή της έχει χρώμα αγωνίας  Μου περιγράφει τα συμπτώματα. Με βάση τις οδηγίες του γιατρού, ρωτάω για τον κορεσμό οξυγόνου. "Περίπου 78 αλλά πέφτει" είναι η απάντηση. Πολύ δύσκολα τα πράγματα. Φεύγω αμέσως.

Τρέχω προς τα πάρκινγκ, μπαίνω στο αυτοκίνητο και οδηγώ όσο πιο γρήγορα μπορώ. Ευτυχώς στο ρεύμα εξόδου από Αθήνα προς Ασπρόπυργο δεν έχει κίνηση. 

Θυμάμαι, χθες το βράδυ τον είχαμε σηκώσει και, με τεράστια δυσκολία και συνεχή βοήθεια, είχε καταφέρει να περπατήσει. Το μεσημέρι είχα μιλήσει με τη Λία, μου είπε πως είχε φάει κανονικά. Βέβαια, από τα μέσα Δεκεμβρίου, λίγο μετά τα γενέθλιά μου, η κατάσταση είχε επιδεινωθεί πολύ και ήταν σαφές πως χειροτέρευε συνέχεια. Προχθές το βράδυ μιλούσα με τον γιατρό. "Έχω την εντύπωση πως έχει επιδεινωθεί απότομα η άνοια", του λέω. Η απάντηση δεν μου άρεσε, καθόλου. "Είναι πολύ πιθανό να έχει κάνει εγκεφαλικές μεταστάσεις".

Φτάνω στο σπίτι περίπου 5:10. Στο δρόμο μίλησα με τον γιατρό, δεν μου έδωσε καθόλου θάρρος. Ανεβαίνω επάνω, τον ετοίμαζαν ήδη για να φύγουμε. Η εικόνα που βλέπω εντελώς αποκαρδιωτική. Αναπνέει με δυσκολία. Έχει έναν πολύ περίεργο θόρυβο η αναπνοή του. Είναι σχεδόν αδύνατον να τον μετακινήσεις. Μέσα σε όλα, βλέπω ότι η μπουκάλα οξυγόνου στο σπίτι είχε εξαντληθεί. Απελπισία.

Αποφάσεις πρέπει να ληφθούν γρήγορα. Με μια τιτάνια προσπάθεια του Ιωσήφ κατεβαίνουμε κάτω, λίγο πριν τις 5:20 μπαίνουμε στο αυτοκίνητο. Ο μπαμπάς στο κάθισμά του συνοδηγού, η Λία από πίσω να τον στηρίζει. Αποφασίζω να πάμε στην Κεντρική Κλινική στην Αθήνα που νοσηλευόταν συχνά αυτό το διάστημα. Εκεί μας περίμεναν ήδη, ενώ στο διπλανό Θριάσιο φοβήθηκα πως θα χάσουμε πολύ χρόνο με διατυπώσεις και εξηγήσεις. 

Με το -πραγματικά,  εξαιρετικό - ΕΚΑΒ είχα μιλήσει ήδη. Εξηγώντας το περιστατικό κατάλαβα πως κατά κάποιο τρόπο δεν ήταν απόλυτη προτεραιότητα. Σήμερα καταλαβαίνω πως αυτό είναι σωστό - τότε είχα γίνει έξω φρενών. Οι πόροι πρέπει να δίνονται σε περιστατικά που η βοήθεια μπορεί να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Ξεκινάμε για Αθήνα. Οδηγώ όπως δεν έχω οδηγήσει ξανά στη ζωή μου. Σήμερα δεν ξέρω αν έκανα καλά. Ίσως να μην έκανα. Το βάρος της ευθύνης να πάμε στην Αθήνα και όχι στο διπλανό νοσοκομείο, τεράστιο. Η ιδέα ότι ο πατέρας μου θα καταλήξει δίπλα μου και εγώ ανήμπορος να παρακολουθώ από το διπλανό κάθισμα καρφώνεται στην σκέψη μου. Με τεράστια προσπάθεια πείθω τον εαυτό μου ότι όλα θα πάνε καλά.

Η ώρα είναι τώρα 5:25. Δεν μπορούσε να ήταν χειρότερα. Είναι Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017. Χιλιάδες εργαζόμενοι στην περιοχή του Θριασίου έχουν μόλις ολοκληρώσει την εργασία τους και επιστρέφουν στα σπίτια τους στο λεκανοπέδιο της Αθήνας. Ο κεντρικός δρόμος του Ασπροπύργου κολλημένος. Μπαίνω στους αγροτικούς δρόμους, βγαίνω γρήγορα στην εθνική, στο ρεύμα όμως προς Ελευσίνα. Ελάχιστη κίνηση προς τα έξω, σε ένα λεπτό είμαι Ελευσίνα και κάνω αναστροφή. Εδώ ξεκινά το πρόβλημα.

Ανάβω alarm, το δεξί μου χέρι κολλημένο στην κόρνα, οδηγώ συνεχώς στη ΛΕΑ ή στο πεζοδρόμιο. Αδιαφορώ για το χρώμα των φαναριών και για όλες τις προβλέψεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας. 

Συμβαίνει κάτι πολύ περίεργο όμως: Κανείς, ή για την ακρίβεια ελάχιστοι, δεν διαμαρτύρεται. Οι άνθρωποι βλέπουν. Βλέπουν το μπαμπά, βλέπουν το πρόσωπό μου και το πρόσωπο της Λίας. Ανοίγουν όλοι. Σταματάνε ενώ έχουν πράσινο να περάσουμε με κόκκινο. 

Συγκινούμαι. Όχι, δεν έχει αποκτηνωθεί η κοινωνία μας. Είμαστε άνθρωποι, ζούμε μαζί με ανθρώπους.

Σε δέκα λεπτά, ή και λιγότερο, έχω φτάσει στον Σαρακάκη στην αρχή της Καβάλας, Περνάω το φανάρι Σπύρου Πάτση και δεν ανεβαίνω στη γέφυρα που ήταν κολλημένη. Από τα πεζοδρόμια φτάνω στην πλατεία Καραϊσκάκη στο μεταξουργείου. Εκεί όμως απελπισία. Μπροστά μας όλα κολλημένα, σαν ένα τεράστιο πάρκινγκ. Βλέπω το ρολόι, 5:42. Μπαίνω στην οδό Σατωβριάνδου. Κάνω μια προσπάθεια να ανέβω ξανά στο πεζοδρόμιο. Αδύνατον. Έχω κολλήσει. Απελπίζομαι ολοκληρωτικά. 

Η αναπνοή του μπαμπά όλο και πιο δύσκολη. Βλέπω να πλησιάζει μια μοτοσυκλέτα της αστυνομίας. Καταλαβαίνω ότι έχω περάσει πάνω από δέκα κόκκινα φανάρια, ότι οδηγούσα σε πεζοδρόμια και στη ΛΕΑ με μεγάλη ταχύτητα, ότι είμαι τώρα πάνω σε πεζοδρόμιο και τώρα κινούμε πάνω σε πεζοδρόμιο.

Κατεβάζω το παράθυρο και ετοιμάζομαι να εξηγήσω. Ξαφνικά ακούω το εξής:

"Που πηγαίνετε;"

Οι άνθρωποι είχαν καταλάβει. Είναι τρεις ζητάδες. Οι μηχανές μπαίνουν μπροστά και αρχίζουν να κάνουν μαγικά. Δεν μπορώ να το περιγράψω ακριβώς. Δεν καταλαβαίνω ούτε το κάνουν ούτε φυσικά πως. Βλέπω όμως ότι εκεί που ήμουν ακινητοποιημένος και ίσως να χρειαζόμουν ίσως μέχρι και 45 λεπτά με μία ώρα να φτάσω στην κλινική, ξαφνικά πήγαινα σταθερά με 30-40 χκμ/ώρα χωρίς να σταματώ πουθενά. 

Σε ένα με δύο λεπτά, στην κυριολεξία, είμαστε στην κλινική. Σταματάω με alarm στην Ασκληπιού. Οι τραυματιοφορείς περιμένουν. Σε δευτερόλεπτα ο μπαμπάς είναι στο ΤΕΠ και η προσπάθεια αντιμετώπισης της κατάστασης ξεκινά εντατικούς ρυθμούς. 

Βγαίνω από το ΤΕΠ και επιστρέφω στο αυτοκίνητο. Οι ζητάδες είναι εκεί. Τους ευχαριστώ από καρδιάς. Τους λέω "παιδιά σας παρακαλώ, θέλω να σας ευχαριστήσω εμπράκτως. Παρακαλώ θερμά, δώστε μου ονόματα ή κάποιο άλλο στοιχείο“. Η απάντηση τους με αφήνει άφωνο: «Είμαστε η ομάδα Ζ, κύριε. Ευχόμαστε περαστικά στον πατέρα σας». Με χαιρετούν και φεύγουν. 

Μένω σύξυλος. Δεν ξέρω τι να πω. Ακόμα και σήμερα, έναν χρόνο μετά, δεν ξέρω τι να πω. Παρά μόνο ένα μεγάλο ευχαριστώ στα παιδιά αυτά και σε όλους τους Δημόσιους Λειτουργούς που αντιλαμβάνονται την έννοια του καθήκοντος. 

Οι άνθρωποι αυτοί, οι ζητάδες που έσωσαν εκείνη την ημέρα τη ζωή του πατέρα μου, έγιναν το πρότυπο μου. 

Μετά από λίγες ώρες ή κατάσταση του πατέρα μου είχε σταθεροποιηθεί. Η αγωνία, η ταλαιπωρία, ήταν πια παρελθόν. Βέβαια, η πορεία ήταν πια προδιαγεγραμμένη. Μετά από ολιγοήμερη νοσηλεία ο μπαμπάς γύρισε σπίτι. Ήρεμος και γαλήνιος, το πρωινό του Σαββάτου 18 Φεβρουαρίου 2017, στα 89 του χρόνια,  πέρασε στη  αιωνιότητα, μέσα στην αγκαλιά των παιδιών του. 

Δεν ξέρω αν ένας άνθρωπος μπορεί να έχει πιο ευλογημένο τέλος. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στους συνανθρώπους μας που μας βοήθησαν να φτάσουμε έγκαιρα στην κλινική εκείνο το απόγευμα της 7ης Φεβρουαρίου. 

Θέλω από τα βάθη της καρδιάς μου να τους ευχαριστήσω όλους. Τη Λία και τον Ιωσήφ.  Οδηγούς, γιατρούς, νοσηλευτές, και πάνω απ'όλα εκείνους τους τρεις δημόσιους λειτουργούς, τους τρεις ζητάδες που προσέφεραν σε έναν συνάνθρωπο τους που δεν γνώριζαν το ύψιστο των αγαθών: Ένα ανθρώπινο, ανώδυνο και γαλήνιο τέλος ανάμεσα στα αγαπημένα του πρόσωπα. 





Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Εσύ τι έκανες για τη Μακεδονία πατριώτη;

Εσύ τι έκανες για τη Μακεδονία πατριώτη;

Λέει ο Σεφέρης:

“πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το 'χει μες στην μοίρα του ν' ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.”


Βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη πρώτη φορά το 1988. Νομίζω τότε άκουσα για τη μαγευτική αυτή πόλη που είναι η φυσική "πρωτεύουσα των Βαλκανίων".

Έκτοτε βρέθηκα στη "συμπρωτεύουσα" (μια λέξη που φοβάμαι πως από μόνη της είναι ενδεικτική του προβλήματος) αμέτρητες φορές, μα δυστυχώς δεν είδα ποτέ καμία πρωτεύουσα των Βαλκανίων.

Είδα μια πόλη αντίθετα που είχε στρέψει την πλάτη στο Βορρά και κοιτούσε προς την Αθήνα, την οποία αγαπούσε να μισεί. Είδα φίλους νέους επιχειρηματίες που για να πάνε στο Βουκουρέστι πετούσαν μέσω Αθήνας. Είδα μια πόλη να μαστίζεται από ανεργία ακόμα και τη δεκαετία του '90 που κάλπαζε η ανάπτυξη στη χώρα. Είδα ακόμα μια κοινωνία που είχε αφεθεί στη μιζέρια, στην παρακμή, στην υποκουλτούρα του φραπέ και του μπουζουξίδικου και άφησε να την εκπροσωπούν ταλιμπάν, ανόητοι, εγκληματίες, γραφικοί και αλκοολικοί.

Συνυπεύθυνοι για τα παραπάνω είναι οι πολίτες της Μακεδονίας, οι πολίτες της υπόλοιπης Ελλάδας και η πολιτική ηγεσία — πρώτα και κύρια βέβαια η ηγεσία που έχει την ευθύνη να προβλέπει και να καθοδηγεί (και όχι να αντιδρά στα αποτελέσματα δημοσκοπήσεις, όπως από δεκαετίες αρέσκεται να κάνει).

Δυστυχώς βλέπετε φτιάξαμε ένα αθηνοκεντρικό τηλεοπτικό πριγκηπάτο με σφαίρα ενδιαφέροντος από το Σύνταγμα έως το Κολωνάκι (άντε και με ελάχιστες εξαιρέσεις — Ψυχικό, Φιλοθέη, Εκάλη, Πανόραμα Βούλας, ίσως και Μύκονος).

Σήμερα, ανταποκρινόμενοι σε ένα κάλεσμα θολό, εκατομμύρια Έλληνες αναμένεται να διαδηλώσουν για τη Μακεδονία. Θα είναι έτοιμοι να πολεμήσουν για ένα πουκάμισο αδειανό. Είναι πραγματικά τραγικό.

Έχω δημόσια υποστηρίξει (εδώ και εδώ) ότι η Ελληνική δημοκρατία δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να αποδεχτεί το διαίρει και βασίλευε στον ίδιο της τον τόπο. Στα αδέρφια μας στα Βόρεια σύνορά μας έχει επιβληθεί μια ψεύτικη ταυτότητα με τρόπο κωμικό τραγικό. Η επιβολή αυτή ακριβώς γίνεται μέσα από την χρήση του όρου Μακεδονία και πολύ περισσότερο μέσα από την επίκληση της ιδιοκτησίας του ιστορικού και συμβολικού του κεφαλαίου.

Τι να κάνουμε λοιπόν; Νομίζω πως το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να τους βοηθήσουμε. Στο κράτος των Σκοπίων πρέπει να γίνει μια επίθεση φιλίας — Αντί να τους στέλνουμε στην αγκαλιά του γραφικού & τραγικού νέο-σουλτάνου (αλήθεια, έπεσε το Afrin; Ή ένας λαός παλεύει ηρωικά για την ελευθερία;).

Η λύση εν τέλει του λεγομένου "Μακεδονικού" είναι η Θεσσαλονίκη να καταστεί πραγματικά η πρωτεύουσα των Βαλκανίων.





Πως μπορεί να γίνει αυτό; Με τον αυθεντικό ελληνικό τρόπο: Πολιτισμός, παιδεία, επιστήμη, έρευνα, τεχνολογία, οικονομία, φιλοσοφία, δημιουργικότητα.

Συνοπτικά: Η Μακεδονία είναι αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού ιστορικού και συμβολικού κεφαλαίου. Για να μπορέσει το κεφάλαιο αυτό να αποδώσει όσα αξίζει, θα πρέπει να ανοίξουμε την αγκαλιά μας στους λαούς των Βαλκανίων και να μην ετεροπροσδιοριζόμαστε μέσω υπαρκτών ή ανύπαρκτων εχθρών.


Την παλιγγενεσία την οφείλουμε σε μεγάλο βαθμό στον Ρήγα τον Βελεστινλή. Έλεγε ο Ρήγας:

“Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη, στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί. Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί, Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή, Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί, πως είμαστ' αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.”

Δεν νομίζω πως χρειάζεται να προσθέσει κανείς κάτι άλλο. Οι λαοί των Βαλκανίων ήταν και είναι αδέρφια μας, οι φυσικοί μας σύμμαχοι. Άλλου είναι το πρόβλημα, στον κακό μας εαυτό. Ας το αντιμετωπίσουμε.


=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-=-

Καθώς έλαβα πολλά μηνύματα απορίας και αγανάκτησης θέλω να διευκρινίσω τα εξής: 

— Όπως έχω πει πολλές φορές είμαι κάθετα αντίθετος στη χρήση του όρου Μακεδονία κατά οποιονδήποτε τρόπο στην ονομασία της FYROM καθώς επίσης και υποστηρίζω την επιτακτική ανάγκη απαλλαγής όλων μας από τις αλυτρωτικές ανοησίες των Σκοπίων και του εφευρήματος περί μακεδονικού έθνους. 

— Από εκεί και πέρα δεν μπορώ να μην οργιστώ με την ατελείωτη υποκρισία. Τι κάναμε για τη Μακεδονία τα τελευταία 30 χρόνια; Γιατί η Μακεδονία μας μαστίζεται από ανεργία από το 90; Τι κάναμε για την έρευνα, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, την επιχειρηματικότητα στη Μακεδονία; Τι κάναμε για να είναι η Θεσσαλονίκη πραγματικά η πρωτεύουσα των Βαλκανίων και όχι ο φτωχός συγγενής της Αθήνας;

— Τίποτα δεν κάναμε. Είμαστε όλοι ένοχοι και δεν μπορούμε να καλύψουμε την ενοχή μας με συλλαλητήρια, όσο μεγάλα κι αν είναι αυτά. 

— Αν πρέπει να κάνουμε κάτι είναι να φροντίσουμε για τα εξής: Εκπαίδευση, έρευνα, επενδύσεις και δουλειές στη Θεσσαλονίκη και σε όλη τη Μακεδονία. Αν τα κάνουμε αυτά, δεν θα έχουμε κανέναν να φοβηθούμε.

Όλα τα παραπάνω πάντα φιλικά, πατριωτικά, προοδευτικά και αισιόδοξα. 

Ως τη Νίκη, Πάντοτε, Μιχάλη Χαραλαμπίδη

Αγαπημένε Δάσκαλε Μιχάλη Χαραλαμπίδη, Ήταν Ιούνιος του 1996, διάβαζα μαθηματικά για τις πανελλήνιες εξετάσεις της επόμενης μέρας. Στιγμή ιερ...