Ήταν καλοκαίρι του 2000 όταν πήραμε την απόφαση να ιδρύσουμε τη Virtual Trip. Δυο από τους συνιδρυτές «ήμασταν του ‘77», οπότε η αναβολή μας τελείωνε 31 Δεκεμβρίου 2003, δηλαδή τριάμισι χρόνια μετά. Φάνταζε ούτως ή άλλως πολύ μακριά για να το σκεφτούμε σοβαρά ενώ η γνώση ότι όλο και κάποιο μεταπτυχιακό θα κάναμε για να πάρουμε επιπλέον αναβολή καθιστούσε τη σημασία του θέματος ακόμα χαμηλότερη. Για την ιστορία, τότε η θητεία πρέπει να ήταν 18 μήνες στον Στρατό Ξηράς και περισσότερους από 20 σε Αεροπορία και Ναυτικό.
Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί πως ήταν δυνατό να μην υπήρχαν
πολλοί πριν από εμάς. Δεν ήταν δα και τόσο πρωτοποριακή η ιδέα να «κάνεις
εταιρεία» στα 22 σου χρόνια. Συνήθως η εξήγηση που δίνεται αφορά την εμμονή
στην εργασιακή ασφάλεια, στην προστασία από τον αόρατο εχθρό. Στην, τόσο
ψεύτικη ως αποδείχτηκε, «εξασφάλιση». Δεν ήταν μόνο αυτό όμως. Η φράση «να
ξεμπερδέψεις με τον στρατό» ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Κανένα σοβαρό σχεδιασμό
δεν μπορούσες να κάνεις σαν φοιτητής όταν ήξερες πως αργά ή γρήγορα θα πρέπει
να γίνεις αγγαρειομάχος και σκοπάνθρωπος. Ευτυχώς, οι ιδρυτές της Virtual Trip απλά
αγνοήσαμε την πραγματικότητα αυτή. Η μεγάλη όμως πλειοψηφία έκανε και κάνει
εντελώς το αντίθετο.
Ο Δεκέμβρης του 2003 ήρθε πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι περίμενα.
Τα τριάμισι αυτά χρόνια πέρασαν «σαν μια στιγμή». Είχα δει εκείνο το
μεταπτυχιακό πρόγραμμα του ΟΠΑ που λεγόταν «Επιστήμες των Αποφάσεων». Ωραίος
τίτλος, σίγουρα, οπότε παράλληλα με την προσφορά part-time προγράμματος που μου επέτρεπε να μην
χάνω πολύ χρόνο από τη Virtual Trip γινόταν ιδανική περίπτωση. Τα 10.000 € πού κόστιζε τότε
αποτελούσαν ένα σοβαρό πρόβλημα, ξεπεράστηκε
όμως τελικά. Όπως μου είπε ένας φίλος χαρακτηριστικά, «ο τζάμπας στην αναβολή
είχε πεθάνει προ πολλού».
Ξέρω ότι ακούγεται τραγικό να κάνει κάποιος μεταπτυχιακό για
να πάρει την αναβολή. Ακούγεται τραγικό και είναι τραγικό. Είναι όμως η
πραγματικότητα. Ευτυχώς ήμουν από τους τυχερούς: Είχαν μεσολαβήσει σχεδόν
τέσσερα χρόνια εργασίας όταν ξεκίνησα το μεταπτυχιακό μου. Για τους
περισσότερους όμως δεν είναι έτσι. Η αναβολή είναι ένα ισχυρότατο κίνητρο να
κάνεις μεταπτυχιακό αμέσως μετά το πτυχίο, πολλές φορές στο ίδιο ακαδημαϊκό
περιβάλλον, αναιρώντας δυστυχώς κάποιες από τις βασικές προϋποθέσεις επιτυχίας
που είναι η ενδιάμεση επαγγελματική εμπειρία και η γνωριμία με ένα νέο
ερευνητικό & ακαδημαϊκό οικοσύστημα.
Στη δική μου περίπτωση το πρόγραμμα σπουδών στο μεταπτυχιακό
ήταν αντικειμενικά καλό και σύντομα κατάλαβα πως το να το κάνεις αυτό «για την αναβολή» ήταν σαν να σκοτώνεις
μύγα με μπαζούκας. Σε κάθε περίπτωση καθόλου δεν το μετάνιωσα, το αντίθετο θα έλεγα. Έτσι, με την εξαιρετική
εμπειρία ενός μεταπτυχιακού παράλληλα με τη διεύθυνση ενός startup στη φάση
ανάπτυξής του, πήρα και δυο χρόνια αναβολή ακόμα. Η νέα μαγική ημερομηνία ήταν
31 Δεκεμβρίου 2005.
Όπως μάλλον μαντέψατε και αυτά τα δυο επιπλέον χρόνια
πέρασαν πολύ γρήγορα. Χάρη στο MBA International, όπως
μετονομάστηκε στην πορεία των σπουδών μου το μεταπτυχιακό πρόγραμμα Decision Sciences, πρακτικά μετακόμισα
στην Αθήνα (άσχετα αν τελικά ξενοίκιασα στο Ηράκλειο τον Αύγουστο του 2010…),
βοηθώντας σημαντικά τη Virtual Trip που ήταν τότε σε μια φάση δυναμικής ανάπτυξης – προσωπικού , κύκλου εργασιών αλλά και
υποχρεώσεων.
Το σχέδιο «Δρ. Τσίγκος»
προέβλεπε πως οι σπουδές για διδακτορικό δίπλωμα θα έδιναν μια νέα μαγική
ημερομηνία: 31 Δεκεμβρίου 2008. Ήμουν άτυχος όμως καθώς, ευτυχώς για την επιστήμη
και την αξιοπρέπεια μου, ο Γιάννος είχε αλλάξει τον νόμο. Για να μπορούσες πια
να πάρεις αναβολή για διδακτορικό, θα έπρεπε να το έχεις τελειώσει μέχρι τα 30
σου, άρα για μένα μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2007. Δεδομένου ότι ήμασταν ήδη στις
αρχές του 2006 και ότι τα «ΙΕΚ Τάπερμαν» δεν είχαν ξεκινήσει ακόμα να δίνουν
διδακτορικά, σύντομα παραιτήθηκα των προσπαθειών να γίνω Διδάκτορας στο χρόνο
ρεκόρ των 18 μηνών. Με τρεις απέλπιδες προσπάθειες σε Χανιά, Τρίπολη και …Τιμισοάρα, το
σχέδιο «Δρ. Τσίγκος» μπήκε οριστικά (;) στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Η 31η Δεκεμβρίου 2005 ήταν λοιπόν η ημέρα που
έληξε η αναβολή μου και λίγο αργότερα, αφού δεν ανταποκρίθηκα στις προσκλήσεις
του Ελληνικού Στρατού, κηρύχθηκα ανυπότακτος.
Στη συνέχεια, τον Οκτώβρη του 2006, στο όνομα του Ελληνικού Λαού μου
απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα, πράγμα που τελικά πληροφορήθηκα σε μια
σχεδόν κινηματογραφική σκηνή το καλοκαίρι του 2007 στη Χίο.
Τότε, προσπαθώντας να περάσω με το καραβάκι απέναντι στον
Τσεσμέ και αφού πρώτα οι ελεγκτές στα σύνορα μου είπαν ένα χαλαρό «περάστε»,
είδα έναν αστυνομικό με αγωνία να με ρωτά «αν είμαι του Γεωργίου & της
Ελένης» και με την καταφατική απάντησή μου να μου λέει απλά «παρακαλώ περάστε
σε εκείνο το δωμάτιο και περιμένετε». Κάποια
στιγμή στο μέλλον θα περιγράψω αναλυτικά το περιστατικό αυτό, αυτήν τη φορά θα
περιοριστώ να πω ότι πέρασα 90 λεπτά αγωνίας – τόσο με άφησαν να περιμένω μόνος
μου σε ένα δωμάτιο – μέχρι που ήρθε ένας χαμογελαστός αστυνομικός και μου είπε
«δυστυχώς πρέπει να κάνετε διακοπές στην Ελλάδα, μόνο» και «θα πρέπει να
αναφέρουμε ότι επιχειρήσατε να βγείτε από τη χώρα». Στην ερώτησή μου «και που
είναι το κακό με αυτό;» μου απάντησε απλά «από τον Οκτώβριο του 2006 σας έχει
επιβληθεί απαγόρευση εξόδου από τη χώρα».
Μέσα στην ατυχία αυτή είχα όμως την τύχη να κυβερνάται η
χώρα για πολλά χρόνια από μια γενιά ανεπανάληπτων, καινοτόμων και πρωτοπόρων
εκσυγχρονιστών πολιτικών οι οποίοι το 2004 έδωσαν την σκυτάλη σε ακόμα
καλύτερους, περισσότερο πρωτοπόρους, επανιδρυτές του Κράτους. Εις εκ των
πρώτων, ο κορυφαίος εκσυγχρονιστής της
νεοελληνικής πολιτικής, ο υπερμέγιστος και τιτανοτεράστιος Γιάννος Παπαντωνίου,
είχε κάνει το θαύμα του. Μέσα στην ατυχία μου για το όριο των 30 ετών στη λήψη
του Διδακτορικού Διπλώματος σοφά ο νομοθέτης όρισε πως η ανυποταξία δεν είχε πια ποινικές συνέπειες! Με λόγια απλά, όσο πληρώνεις τα πρόστιμα, όσο δεν σε
ενοχλεί πως δεν μπορείς να διοριστείς στο δημόσιο και όσο δεν σε ενοχλεί να μην
βγαίνεις από τη χώρα, δεν τρέχει κάστανο!
Καταπληκτικό, ειδικά όταν καταλαβαίνεις πως το «δεν βγαίνεις
από τη χώρα» ισοδυναμεί με το «δεν βγαίνεις από την περιοχή της συνθήκης του Schengen, δηλαδή σχεδόν όλη
την ΕΕ εκτός Μ. Βρετανίας, Κύπρου, Βουλγαρίας, Ρουμανίας και κάτι άλλα ψιλά –
Ενώ μπορούσες να πας σε συνδεδεμένες χώρες όπως π.χ η Ελβετία. Δεν ήταν και τόσο
άσχημα!
Τα πρόστιμα βέβαια δεν ήταν αμελητέα, κάθε άλλο θα έλεγα.
Ένας άλλος, επίσης παμμέγιστος & ανυπέρβλητος εκσυγχρονιστής, ο Ευάγγελος
Βενιζέλος, όταν ανέλαβε υπουργός οικονομικών του αξεπέραστου υπερατλαντικού
πολιτικού γίγαντα Γεωργίου Παπανδρέου έκανε εξάσκηση στα SQL queries: «SELECT ALL from ANYPOTAKTOI» πρόσταξε ο Ευάγγελος και
ζήτησε να πληρώσουν 6.000 € (επιπλέον των άλλων) έκαστος για να μάθουν να
αγαπάνε την πατρίδα! Για κάποιο περίεργο
λόγο το αισχρό αυτό μέτρο δεν συζητήθηκε σχεδόν καθόλου στα μέσα ενημέρωσης.
Αν εξαιρέσεις λοιπόν το ζήτημα του αυξημένου κόστους , γενικά
ήταν μια στρατηγική που φαινόταν να αξίζει τον κόπο. Πρακτικά περιμένεις μέχρι
να κλείσεις τα 35, να πληρώσεις και πάλι κάποια χρήματα μαζεμένα για την
εξαγορά (κάτι λιγότερο από 7.000 €), να κάνεις λίγες βδομάδες κατασκήνωση σε
κάποιο «κέντρο εκπαίδευσης» και μετά να πάρεις το πολυπόθητο διαβατήριο.
Είναι όμως έτσι; Δυστυχώς όχι! Πρώτα απ’ όλα οι περισσότεροι
νέοι δεν ακολουθούν τον δρόμο που περιέγραψα παραπάνω αλλά τελικά όταν
εξαντλούνται οι όποιες δυνατότητες αναβολής υπηρετούν κανονικά τη θητεία τους,
η οποία τώρα είναι 9 μήνες στον Στρατό Ξηράς και κάποια ιδιαίτερα φωτεινά μυαλά
στο ΥΕΘΑ σκέφτονται να την αυξήσουν. Επίσης, επειδή στη φάση της ζωής σου αυτή
ενδιαφέρεσαι μάλλον περισσότερο για τα επαγγελματικά και λιγότερο για τον
τουρισμό, το γεγονός ότι δεν μπορείς να πας στο Λονδίνο, στην Κωνσταντινούπολη
και, ιδιαίτερα επώδυνο για μένα που επιχειρούσα στην Πληροφορική, στις ΗΠΑ,
αποτελούσε ένα πολύ, πολύ σοβαρό εμπόδιο.
Ας δούμε όμως σε λίγο μεγαλύτερο βάθος το ζήτημα της
«υπηρεσίας προς την Πατρίδα». Τι καταλαβαίνει κανείς με την έκφραση «υπηρετούν
τη θητεία τους»; Κάνουν οι Έλληνες νέοι το χρέος τους προς την Πατρίδα, όπως
ορίζει και το σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας; Πραγματικά πρέπει να
περισσεύει ένα ισχυρό μείγμα βλακείας
και υποκρισίας για να υποστηρίξει κανείς αυτήν την άποψη!
Τα παιδιά της Ελλάδας απλά παρκάρουν σε κάποιο ακριτικό νησί και εκπαιδεύονται εντατικά στις βασικές αρχές του νεοελληνικού κράτους
και της κοινωνίας που δημιούργησε: Στη λούφα
και στο ρουσφέτι. Στο πολύ σύντομο πέρασμά μου το 2013 από τον Ελληνικό
Στρατό πραγματικά έμεινα άναυδος βλέποντας πόσο εύκολα μπαίνεις στην ψυχολογία
του «γιατί εγώ;». Υπάρχουν δουλειές
που πρέπει να γίνουν και ο φαντάρος εκπαιδεύεται καθημερινά, πολύ
αποτελεσματικά πρέπει να ομολογήσω, στο να αποφύγει
τις εργασίες. Επίσης, το άλλο στο οποίο εκπαιδεύεται ο φαντάρος και η
οικογένειά του είναι το ρουσφέτι, στην
αναζήτηση αρχικά και στην υποχρέωση στη συνέχεια σε κάποιο βύσμα που θα φροντίσει το παιδί να «μην ταλαιπωρηθεί», να «περάσει
καλά».
Με λίγα λόγια αυτός ο απίστευτος μηχανισμός που υποτίθεται
πως υπάρχει για να κάνουμε το χρέος μας προς την Πατρίδα, παίρνει ότι καλύτερο
έχει η ελληνική κοινωνία και κάνει τεράστιες προσπάθειες ώστε να το
λουμπενοποιήσει, να το μεταμορφώσει σε μια μάζα πουλημένων τεμπέληδων που θα
παρακαλάνε στο τηλέφωνο κάποια γελοία υποκείμενα για μια «καλύτερη μετάθεση»,
για μια έξοδο, για μια «καλύτερη υπηρεσία» ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί
κανείς.
Μετά βέβαια από την απόλυτη ψυχολογική & ηθική παρακμή
που περιέγραψα παραπάνω, έρχεται το parking. Τα παιδιά κατά
κανόνα πάνε σε κάποια ακριτική μονάδα και περιμένουν τον χρόνο να περάσει. Αραχνιάζουν, βαριούνται που
ζουν. Μπαίνουν στο ψυγείο. Μετράνε μέρες για μια έξοδο. Νιώθουν άχρηστοι και
κάθε μέρα που περνάει γίνονται άχρηστοι. Είναι άδικο, είναι τραγικό. Στην
ηλικία που κανείς πρέπει να αναπτύξει τα ισχυρότερα εσωτερικά κίνητρα για να
δημιουργήσει, για να προσφέρει, τότε να τον παρκάρουν σε κάποιο νησί ή κάποια
ξεχασμένη ακριτική περιοχή και να μην κάνει απολύτως τίποτα. Μια ψυχολογική
φυλακή, μια καταδίκη της δημιουργικότητας.
Γίνεται τουλάχιστον με κάποιο ουσιαστικό σκοπό όλο αυτό; Η
θυσία του χρόνου, της ηθικής και της δημιουργικότητας σε ποιο βωμό λαμβάνει
χώρα; Έχει λοιπόν ενδιαφέρον να δούμε τι γίνεται σχετικά με την αληθινή
πολεμική/στρατιωτική εκπαίδευση. Με την εξαίρεση των Ειδικών Δυνάμεων και των
Δοκίμων Αξιωματικών, η εκπαίδευση των φαντάρων είναι στην καλύτερη περίπτωση
υποτυπώδης. Που είναι η εντατική γυμναστική; Που είναι τα μαθήματα αυτοάμυνας
& επιβίωσης; Που είναι η εξοικείωση με σύγχρονα οπλικά συστήματα; Που είναι
τα θεωρητικά μαθήματα και η πρακτική εξάσκηση σε σύγχρονες τακτικές μάχης;
Σίγουρα πάντως δεν είναι στη σημερινή πραγματικότητα του Ελληνικού Στρατού.
Η σκληρή αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι φαντάροι που
κάνουν τη θητεία τους τίποτα δεν συνεισφέρουν στην πραγματική αμυντική
δυνατότητα της χώρας, πουθενά δεν συμβάλλουν στη δημιουργία γεωπολιτικού στρατηγικού
πλεονεκτήματος. Αφήνονται στη μοίρα τους, εκπαιδεύονται στη λούφα και στο
ρουσφέτι, παρκάρουν για εννιά μήνες και μετά απολύονται. Όλα αυτά με ένα
τεράστιο άμεσο κόστος και, το χειρότερο, με ένα πραγματικά ασύλληπτο έμμεσο
κόστος στη διαμόρφωση μιας κουλτούρας παρακμής, στη δημιουργία πελατειακών
σχέσεων εξάρτησης και στη μείωση των αμυντικών δυνατοτήτων της χώρας.
Υποτίθεται πως η υποχρεωτική στράτευση υπάρχει για την
ενίσχυση της άμυνας της χώρας. Υπάρχει για αυτό όμως τελικά; Την αμυντική
ικανότητα του νέου ελληνικού κράτους τη διαπιστώσαμε στην Κύπρο το 1974. Τη
διαπιστώσαμε το 1988 στο Νταβός, όταν
από τους παλληκαρισμούς του ’87 συρθήκαμε σε ένα ταπεινωτικό «μη πόλεμος». Την
είδαμε ακόμα στα Ίμια το 1996 και την επιβεβαιώνουμε καθημερινά με την άρνησή
μας να εφαρμόσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στη βάση των διεθνών συνθηκών
για τα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο. Έχουμε επίγνωση της αδυναμίας μας και το
αποδεικνύουμε καθημερινά. Οι παμμέγιστοι, ανυπέρβλητοι πολιτικοί γίγαντες που
ανέφερα παραπάνω, και πολλοί ακόμα από το παρεάκι τους, φρόντισαν η χώρα να
είναι στρατιωτικά και, κυρίως, γεωπολιτικά ανοχύρωτη, έρμαιο αποφάσεων
εξωελλαδικών κέντρων.
Το θέμα γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον αν μπούμε στη Wikipedia και
ψάξουμε των «list of countries by military expenditures
per capita».
Με έκπληξη θα δούμε την πτωχευμένη ψωροκώσταινα να είναι σταθερά στο top-10 της παγκόσμιας
κατάταξης, ασύλληπτα πάνω του Ευρωπαϊκού μέσου όρου και συγκρινόμενη με χώρες
όπως το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και οι ΗΠΑ. Θα περίμενε κανείς τουλάχιστον,
ξοδεύοντας τόσα λεφτά και σαν χώρα του αναπτυγμένου κόσμου (τι έκανε λέει;), να έχουμε μια πανίσχυρη
στρατιωτική μηχανή και να έχουμε αναπτύξει εγχώρια υψηλή τεχνολογία που σιγά
σιγά θα περνούσε από την άμυνα στην οικονομία, όπως έκανε το Ισραήλ και η
Τουρκία. Σχετικά με την …πανίσχυρη στρατιωτική μηχανή, νομίζω το εξαντλήσαμε
παραπάνω. Δυστυχώς όμως και στην εγχώρια ανάπτυξη υψηλής τεχνολογίας τα
πράγματα ακολουθούν το ίδιο μοτίβο: Μηδέν από μηδέν, μηδέν.
Συνοπτικά λοιπόν μπορεί κανείς να κάνει την εξής διαπίστωση:
Με αφορμή την υποτιθέμενη ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της χώρας αφενός
ζημιώνεται βαριά η επαγγελματική εξέλιξη και δηλητηριάζεται η ψυχολογία και η
κουλτούρα των νέων Ελλήνων, αφετέρου έχει στηθεί ένα τεράστιο πάρτι διαπλοκής
επί των προμηθειών, από την κορυφή μέχρι τα φύλλα του δέντρου της στρατιωτικής
ιεραρχίας.
Η Ελλάδα και η Κύπρος σήμερα είναι – αν δεν κάνω λάθος – οι
δυο τελευταίες χώρες-μέλη της ΕΕ με υποχρεωτική στράτευση. Οι Ελλαδίτες και οι
Κύπριοι νέοι Έλληνες υφίστανται μια ξεκάθαρη διάκριση έναντι των υπολοίπων νέων
συνομήλικων τους. Παράλληλα περνούν εντατική «εκπαίδευση» για τη δηλητηρίαση
της προσωπικότητάς τους. Όσο συμβαίνει αυτό, το διαπλεκόμενο
οικονομικο-πολιτικό σύστημα πλουτίζει φορτώνοντας χρέη στις μελλοντικές γενιές
των δυο κρατών. Για πόσο ακόμα θα ανεχόμαστε την κατάσταση αυτή;
Το σίγουρο είναι πως πρέπει να γίνει άμεσα μια ριζική
μεταρρύθμιση των ενόπλων μας δυνάμεων. Η χώρα, έχει αποδειχτεί πολλές φορές,
έχει ανάγκη ισχυρού στρατού. Ανάγκη που σήμερα δεν καλύπτει και πρέπει να το
κάνει το συντομότερο. Παράλληλα έχει ανάγκη να εξορθολογήσει τις δαπάνες της
και να δημιουργήσει μια νέα σχέση με την εργασία που θα στηρίζεται στη
δημιουργία και μια νέα πολιτική κουλτούρα ηθικής που καμία μα καμία σχέση δεν
έχει με τα βύσματα και τα μικρο-ρουσφέτια πουν είναι η σημερινή πραγματικότητα
του Ελληνικού Στρατού.
Προσωπικά τάσσομαι με όλες μου τις δυνάμεις υπέρ ενός
σύγχρονου, ολιγάριθμού, ευέλικτου και πολύ αποτελεσματικού εθελοντικού &
επαγγελματικού στρατού που θα μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις αυξημένες
υποχρεώσεις προστασίας των συμφερόντων της χώρας, υποχρεώσεις που σήμερα μένουν
εν πολλοίς ανεκπλήρωτες. Ο στρατός αυτός πρέπει να αποτελείται από
επαγγελματίες που θα κατατάσσονται με την ελεύθερη βούλησή τους, θα έχουν καλές
αμοιβές και πολύ απαιτητική εκπαίδευση.
Προφανώς αυτό σημαίνει πως δεκάδες στρατόπεδα θα χρειαστεί
να κλείσουν και το «μοντέλο ανάπτυξης της καφετέριας» που στηρίχτηκε στα
στρατόπεδα και στα πανεπιστήμια θα λάβει τέλος. Θα είναι επώδυνο, όμως θα είναι
ένα μεγάλο βήμα μπροστά, τόσο ουσιαστικό όσο και συμβολικό!
Ταυτόχρονα έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία να κατευθυνθεί
τμήμα των αμυντικών μας δαπανών σε εγχώρια έργα αμυντικής τεχνολογίας, αληθινά
αντισταθμιστικά οφέλη δηλαδή και όχι εκείνα που έχτισαν τις βίλλες βορείως των
Αθηνών & τις καταθέσεις στη Ζυρίχη, ώστε σε πρώτο χρόνο να αποκτήσουμε δική
μας αμυντική τεχνολογία, άρα και περισσότερη ανεξαρτησία & αυτονομία, και
σε επόμενο χρόνο τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών να ενισχύσουν την εγχώρια
βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας, σύμφωνα με επιτυχημένα παραδείγματα άλλων χωρών.
Εναλλακτικά ή
συμπληρωματικά με τον επαγγελματικό & εθελοντικό στρατό, θα ήμουν
διατεθειμένος να αποδεχτώ ένα μοντέλο υποχρεωτικής στράτευσης στα 18 χωρίς
καμία δυνατότητα εξαίρεσης ή αναβολής,
διάρκειας τριών ή έξι μηνών και
μόνο στον Στρατό Ξηράς, το οποίο θα είχε αποκλειστικά αληθινή και
εντατική στρατιωτική εκπαίδευση τύπου ειδικών δυνάμεων έχοντας έτσι και κάποιο
ουσιαστικό ρόλο διαμόρφωσης του χαρακτήρα ειδικά στην ηλικία των 18 αλλά και
παράγοντας αληθινά ετοιμοπόλεμες ένοπλες δυνάμεις έτοιμες να πράξουν
αποτελεσματικά το καθήκον τους όταν και όποτε χρειαστεί. Στο πλαίσιο αυτό
νομίζω πως κάθε διάκριση ανδρών – γυναικών ανήκει στο παρελθόν και με βάση τη
διεθνή εμπειρία οι νέες ελληνίδες στα 18 τους θα μπορούσαν να κάνουν μια θητεία
3 ή 6 μηνών.
Αυτό που σίγουρα πρέπει να σταματήσει άμεσα είναι το θέατρο του παραλόγου της υποχρεωτικής
στράτευσης. Ένα τεράστιο σχολείο υποκρισίας και διαφθοράς που είναι βόμβα στα
θεμέλια της κοινωνίας & της οικονομίας.