Σήμερα θα γινόσουν ογδόντα έξι ετών.
Θα περίμενες άραγε να ζήσεις τόσο; Πολλές από τις συμμαθήτριές σου ζούν και είναι σχετικά καλά στην υγεία τους. Μακάρι να τα εκατοστίσουν και να τα ξεπεράσουν, θα είναι ένας τρόπος η μικρή Έλενα να μάθει για σένα από πρώτο χέρι! Σε κάθε περίπτωση, θα μπορούσες ακόμα να ήσουν μαζί μας. Δεν είσαι όμως, έτσι αποφάσισε ο Θεός, η μοίρα, το σύμπαν ή απλά η τύχη.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι θα σκεφτόσουν σήμερα. Ξέρω, είναι αδύνατον να το γνωρίζουμε αυτό. Μπορούν όμως να γίνουν κάποιες βάσιμες εικασίες. Θα μπορούσε να ξεκινήσει κάποιος από τις αξίες που καθόρισαν τη ζωή σου. Μεθοδολογικά είναι μάλλον ο πιο σωστός τρόπος, φοβάμαι όμως πως ένας τρίτος μπορεί να μιλήσει καλύτερα για τις αξίες ενός προσώπου απ' ότι το ίδιο του το παιδί. Η αγάπη είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένας φακός παραμορφωτικός.
Θα μείνω λοιπόν σε κάτι που σίγουρα γνώριζα: Τι ήταν αυτά που σε απασχολούσαν.
Πρώτα απ' όλα σε απασχολούσαν τα παιδιά σου. Ήθελες να είναι καλά, να τα δεις ευτυχισμένα στις οικογένειές τους και να προοδεύουν. Σε φαντάζομαι χαμογελώντας να μου θυμίζεις το σοφό ρητό του Σόλωνα, όμως θα το ρισκάρω: Νομίζω θα ήσουν ικανοποιημένη.
Μετά σε απασχολούσε ο σύζυγός σου. Ο μπαμπάς μας. Η πάλη με την άνοια είναι άνιση. Πέρα από τον ασθενή, τη βιώνει εξίσου και όποιος τον φροντίζει και, το θυμάμαι καλά, δεν ήθελες να τον φροντίζει κανείς άλλος. Έχω τύψεις γιατί νομίζω πως αυτό τελικά επιδείνωσε την υγεία σου. Όσες φορές κι αν 'τρέξω' και πάλι στο μυαλό μου την εξέλιξη των γεγονότων, στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγω: Όσο κι αι έπρεπε να γίνει διαφορικά, όσο κι αν ήταν τεχνικά εφικτό να αναλάβει κάποιος άλλος, δεν θα το επέτρεπες ποτέ (ίσως εδώ να φανερώνεται μια αξία, για τις οποίες μιλούσαμε παραπάνω). Σε κάθε περίπτωση, τα πράγματα εξελίχθηκαν όσο καλά γινόταν. Η απουσία σου έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα, όμως οι καλύτερες δυνατές λύσεις δόθηκαν. Ο μπαμπάς, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, έμεινε μαζί μας έξι ακόμα χρόνια. Ικανοποιημένη εδώ δεν θα ήσουν, ποτέ δεν συμβιβάστηκες με την απώλεια. Θα το καταλάβαινες όμως σίγουρα πως η πραγματικότητα θέτει τα τελικά όρια.
Σε απασχολούσε η ευρύτερη οικογένεια σου, τα αδέρφια και τα ανίψια σου. Εδώ θα σε περίμενε μεγάλη στενοχώρια. Μπορεί να έφυγες πρώτη, όμως και τα αγαπημένα σου αδέρφια επίσης έφυγαν σχετικά νωρίς. Όταν όμως ξεπερνούσες την θλίψη θα το έβλεπες, σε γενικές γραμμές η οικογένεια προοδεύει.
Ερχόμαστε τώρα στα πιο δύσκολα: Σε απασχολούσε πολύ η εκπαίδευση. Τόσο σε όλη τη χώρα όσο και ειδικά στον Ασπρόπυργο. Σίγουρα θα χαιρόσουν με κάποιες επιτυχίες των σχολείων της περιοχής, με κάποιους συναδέλφους σου που ξεπερνούν τους εαυτούς τους φέρνοντας απρόσμενα καλά αποτελέσματα. Όμως οι ήρωες, όσο κι αν είναι θαυμαστοί, δεν αλλάζουν μόνοι τους τη ροή των πραγμάτων. Το συζητούσαμε, αυτές είναι οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Η εκπαίδευση στη χώρα μας, μη εξαιρουμένης της γενέτειράς μας, βυθίζεται αργά αλλά σταθερά στην παρακμή. Αυτό θα σε γέμιζε απαισιοδοξία. Νομίζω σε είχε ήδη γεμίσει ήδη, το μακρινό 2011.
Σε απασχολούσαν τέλος δυο βασικότατες έννοιες. Κάποιοι θα τις έλεγαν πολιτικές, εσύ όμως ποτέ δεν χρησιμοποίησες αυτήν τη λέξη. Νομίζω είχες κατακτήσει το προνόμιο να βλέπεις τα πράγματα, τις έννοιες στην ουσία τους, απαλλαγμένα από τους διάφορους "-ισμούς": Η δικαιοσύνη και η ισότητα στις ευκαιρίες.
Υπηρέτησες την εκπαίδευση τριάντα επτά ολόκληρα χρόνια. Τη μισή ζωή σου. Αυτά τα χρόνια, η διαδρομή από τον Ασπρόπυργο, στις Βουκολίες, στην Κάνδανο και στο Πέραμα Μυλοποτάμου, στα Μέγαρα, στην Κερατέα, στην Ελευσίνα και πάλι πίσω στον Ασπρόπυργο, δεν ήταν παρά μια μάχη, ή μάλλον καλύτερα, μια ωδή στη δικαιοσύνη και στην ισότητα των ευκαιριών.
Η δικαιοσύνη ξεκινά από το σχολείο. Εκεί το παιδί χτίζει τα θεμέλιά του για την κατανόηση της κορυφαίας αυτής έννοιας. Αν από το εκπαιδευτικό μας σύστημα απουσιάζει η δικαιοσύνη, αν το παιδί βλέπει να επικρατεί το άδικο, πώς είναι δυνατόν μετά να υπηρετήσει το δίκαιο στην κοινωνία; Όχι, δεν θα το κάνει και δεν θα φταίει για αυτό. Για κάθε συμπολίτη μας που αδικοπραττεί, ευθύνονται πρώτοι κάποιοι δάσκαλοι και κάποιοι καθηγητές.
Το ίδιο, ίσως ακόμα περισσότερο, ισχύει και για την ισότητα των ευκαιριών. Θυμάμαι να μου λες πως δεν μπορούσες να είσαι σημαιοφόρος, παρότι πρώτη σε βαθμολογία, καθώς τη δεκατία του 1950 ακόμα απαγορευόταν στις κοπέλες. Θυμάμαι την περηφάνια σου να λες πως ήσουν η πρώτη από το χωριό μας που πέρασε σε ανώτατη σχολή και ποτέ δεν θα ξεχάσω την περιγραφή της συζήτησης σου με τον παππού μου ώστε εκείνος όντως τελικά να δώσει την άδειά του να σπουδάσεις. Θυμάμαι να μου λες για τα απομακρυσμένα σχολεία στα οποία υπηρέτησες, υπό συνθήκες ακραίες που μόνο στον κινηματογράφο μπορεί να δει κανείς.
Μια ζωή λοιπόν αφιερωμένη στην ισότητα των ευκαριών στη μόρφωση. Και που φτάσαμε σήμερα, το 2022; Φτάσαμε να χαρακτηρίζει τη γενιά μας η ντροπιαστική ερώτηση "εσείς, σε ποιο σχολείο πηγαίνετε;".
Θα ήσουν, φοβάμαι, απολύτως απογοητευμένη.
Κάποια στιγμή κοντά στο απρόσμενο τέλος απηυδισμένη μου είχες πει: "να φύγετε, δεν γίνεται τίποτα εδώ, έχει χαθεί το παιχνίδι". Σου είχα απαντήσει θυμωμένος πως 'λες βλακείες'. Ότι 'υπάρχουν δυσκολίες', σίγουρα, 'αλλά όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο'. Σήμερα, έντεκα χρόνια μετά, το βλέπω: Ήμουν εντελώς εκτός πραγματικότητας. Το μυαλό μου πάει στους στίχους των Κατσιμιχαίων: "το κόλπο είναι στημένο και στα μέτρα σας". Είχες μεγάλο δίκιο.
Οι σκέψεις αυτές καταλήγουν στο εξής ερώτημα που φαντάζομαι βασανίζει πολλούς: Μπορεί η (όπως και να την ορίσει κανείς) επιτυχία στην ιδιωτική σφαίρα να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας αξιοβίωτης ζωής, την στιγμή που διαλύεται η δημόσια σφαίρα;
Μπορούμε να ζήσουμε στα όμορφα κλουβιά μας, παραδεχόμενοι την ήττα μας στην πόλη, μέσα εν τέλει από τη διάλυση, την κατάρρευση της πόλης; Μπορούμε να υπάρχουν ως πολίτες χωρίς πόλη; Ή μήπως το σύστημα για το οποίο μιλούσαν οι Κατσιμιχαίοι μας κάνει πιόνια σε μια σκακιέρα που παίζουν άλλοι; Μια αόρατη (ενίοτε και ορατή) ολιγαρχία της οποίας δηλώνουμε υπάκουοι υπήκοοι;
Η απάντησή μου είναι σαφής: Όχι, δεν είναι αξιοβίωτη η ζωή αυτή. Ο άνθρωπος είναι ον πολιτικό, έχει ανάγκη τη δημόσια σφαίρα. Η πόλη φέρνει τον πολιτισμό, αυτή μας κάνει πολίτες. Η πόλη, όχι το κλουβί του καθενός! Είμαι βέβαιος πως θα συμφωνούσες.
Θα ήθελα πολύ να κάνουμε αυτήν τη συζήτηση. Είναι μεγάλη η θλίψη που ξέρω ότι δεν θα την κάνουμε ποτέ. Και πάλι όμως, ακόμα και όταν αναρωτιέμαι "τι θα μου απαντούσες" και η απάντηση αυτή με βοηθά να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη, είναι βοήθεια μεγάλη.
Την οποία βοήθεια πια, έντεκα χρόνια μετά, έχω μάθει να την αποδέχομαι, να τη σέβομαι, μέχρι και να την απολαμβάνω.