Στην παιδική μου ηλικία μαθαίναμε το παραμύθι με τα τρία γουρουνάκια. Η ιστορία πήγαινε περίπου ως εξής: Για κάποιο λόγο που δεν θυμάμαι (ενηλικίωση, ίσως;) τα τρία γουρουνάκια πάνε να μείνουν μόνα τους. Ανακαλύπτουν πως είναι μεγάλη ταλαιπωρία να χτίσεις ένα ασφαλές σπίτι. Θέλει προσπάθεια, χρόνο, κούραση.
Τι συμβαίνει τότε;
Το πρώτο γουρουνάκι στα γρήγορα φτιάχνει στα γρήγορα ένα σπιτάκι από άχυρα. Το δεύτερο, ομοίως στα γρήγορα ένα από κλαδιά. Τα δυο πρώτα γουρουνάκια λοιπόν ξεμπερδεύουν γρήγορα και απολαμβάνουν το παιχνίδι στη φύση. Το τρίτο γουρουνάκι αντίθετα ξεκινά να φτιάξει ένα σπιτάκι από τούβλα. Είναι πολύ δύσκολο, παίρνει χρόνο και κουράζεται πολύ. Όλο αυτό το διάστημα τα πρώτα δυο γουρουνάκια διασκεδάζουν και κοροϊδεύουν το τρίτο.
Κάποια στιγμή το τρίτο γουρουνάκι έχει έτοιμο το σπίτι του και αυτό. Αργότερα όμως έρχεται ο κακός ο λύκος, ο οποίος πολύ εύκολα διαλύει τα σπιτάκια από άχυρα και κλαδιά, κυνηγώντας τα δυο πρώτα γουρουνάκια, τα οποία τελευταία στιγμή βρίσκουν καταφύγιο στο τρίτο σπιτάκι, που ήταν αρκετά ισχυρό για να προσφέρει καταφύγιο. Φαντάζομαι μια άλλη εκδοχή θα έλεγε πως τα δυο πρώτα γουρουνάκια έγιναν ένα πλούσιο σε πρωτεϊνες και λίπος γεύμα για τον λύκο, όμως οι συγγραφείς του παραμυθιού μάλλον το θεώρησαν πολύ σκληρό για τετράχορνα παιδιά. Θα ήταν όμως πολύ κοντινότερο στην πραγματικότητα.
Το διδακτικό αυτό παραμύθι μαθαίνει τα παιδιά ότι πρέπει να προσπαθήσεις για να πετύχεις. Ότι ο κόπος προηγείται της απόλαυσης. Ακόμα και ο φιλόσοφος της ηδονής, ο Επίκουρος, λέει πως πολύ συχνά επιλέγουμε την οδύνη σε πρώτο χρόνο για να απολαύσουμε την ηδονή σε επόμενο. Όποιος έχει προπονηθεί για μαραθώνιο και μετά έχει τερματίσει στο Καλλιμάρμαρο, αντιλαμβάνεται πλήρως τι εννοούσε ο μέγιστος των υλιστών.
Φοβάμαι όμως πως οι κυβερνώντες του νοτίου άκρου της χερσονήσου του Αίμου, δυσκολεύονται να αντιληφθούν όχι μόνο τα διδάγματα του υιού του Νεοκλή και της Χαιρεστράτης, αλλά, δυστυχώς, ακόμα και το παραμύθι με τα τρία γουρουνάκια.
Στην πραγματικότητα το παραμύθι μας διδάσκει την έννοια του ρήματος "κυβερνώ", το οποίο σημαίνει "προβλέπω", "προλαμβάνω", "δρω εγκαίρως" κλπ. Για την κάστα που κυβερνά το κράτος των Αθηνών όμως το "κυβερνώ" εδώ και πολλές δεκαετίες σημαίνει "παρκάρω στο κράτος", "διορίζω" και "μοιράζω δημόσιο χρήμα στους φίλους μου" (εντός και εκτός Ελλάδας).
Η παραπάνω διαπίστωση δεν είναι καινούργια. Έτσι ήταν πάντα, τουλάχιστον στις κυβερνήσεις μετά τον β' παγκόσμιο πόλεμο. Τα πράγματα όμως έχουν γίνει ακόμα χειρότερα τα τελευταία χρόνια: Πρώτα, ο χειρότερος των Ελλήνων πρωθυπουργών πριν τον Μητσοτάκη, ο Κώστας Σημίτης, εισήγαγε την έννοια του τηλεοπτικού κόμματος. Το ΠαΣοΚ, το ισχυρότερο και σημαντικότερο κόμμα της μεταπολίτευσης, διελύθη εις τα εξ ων συνετέθη. Ξαφνικά οι τοπικές οργανώσεις δεν είχαν καμία αξία. Όλη η δύναμη συγκεντρώθηκε στην ηγετική ομάδα, δηλαδή σε μια κάστα, η οποία έκανε υπόγια deals με την οικονομική ολιγαρχία και τα εξωράιζε μέσα από τα ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης. Έτσι, η ελληνική δημοκρατία έγινε μια ελεγχόμενη, μπλοκαρισμένη δημοκρατία. Αν δεν είχες την εύνοια μιας μικρής, κλειστής ομάδας συμφερόντων, ήσουν στην πραγματικότητα εκτός πολιτικής.
Ο Μητσοτάκης ο Β', που ειρήσθω εν παρόδω αποτελεί τον απόλυτο συνεχιστή των Σημιτικών μεθόδων και πρακτικών, για αυτό εξάλλου και οι στενότεροί του συνεργάτες είναι τέως στελέχη της ομάδας Σημίτη, πήγε την πρακτική αυτή σε άλλο επιπεδο. Από το τηλεοπικό κόμμα πήγαμε στο ολοκληρωτικό επικοινωνιακό κόμμα. Αν η πραγματικότητα δεν συμβαδίζει με την ρητορική του κόμματος (δηλαδή με την προπαγάνδα), τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.
Πολύ καλά διαβασμένοι, οι προπαγανδιστές του Μητσοτάκη του Β' αξιοποίησαν στο έπακρο τις μεγάλες δυνατότητες που προσφέρουν τα νέα, ψηφιακά μέσα. Η προπαγάνδα έγινε μαζική, διαρκής, ολοκληρωτική και προσωποποιημένη. Παρουσίασαν σαν 'καλύτερο βιογραφικό της χώρας' έναν άνθρωπο λίγο-πολύ ανεπάγγελτο (μπήκε σε μια θέση φυτευτός, δεν πέτυχε τίποτα ουσιώδες και μετά έγινε βουλευτής), εμφανώς χαμηλών δυνατοτήτων (όπως αποδεικνύει συνέχεια αποφεύγοντας την πρόσωπο με πρόσωπο συζήτηση εναντίον οποιουδήποτε αξιόλογου πολιτικού αντιπάλου) , που αν δεν είχε το επώνυμο και την οικονομική επιφάνεια του πατέρα του στην καλύτερη των περιπτώσεων θα είχε μια μέτρια καριέρα (όπως βεβαίως ισχύει και για την πλειοψηφία των μελών του ελληνικού κοινοβουλίου).
Αυτόν τον άνθρωπο μας τον έχουν 'φορέσει' σαν πρωθυπουργό και ταυτόχρονα έχουν αντικαταστήσει την Κυβέρνηση με ένα πολυδύναμο γραφείου τύπου το οποίο έχει μεν εντυπωσιακές επικοινωνιακές δυνατότητες, πλην όμως δεν μπορεί να κυβερνήσει όπως αποδεικνύεται συνεχώς μόλις προκύψει οποιουδήποτε τύπου κρίση - ακόμα και οι πλέον αναμενόμενες.
Ο αναγνώστης του άρθρου μπορεί να κρίνει ότι επιτίθεμαι σκληρά στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού. Δεν είναι αλήθεια. Με τον άνθρωπο Κυριάκο Μητσοτάκη δεν με χωρίζει τίποτα. Ζούμε σε δυο διαφορετικούς κόσμους, σίγουρα δεν με ενοχλεί και φαντάζομαι ότι δεν τον ενοχλώ - δεν θα μπορούσα άλλωστε. Επιτίθεμαι όμως με όλες μου τις δυνάμεις στην κακιστοκρατία, στο σύστημα αυτό που κρατά την Ελλάδα σφιχτά δεμένη στα όρια του τρίτου κόσμου.
Φτάνει πια, έλεος.
Είμαι αισιόδοξος ότι θα προκύψει κάποια αλλαγή; Δυστυχώς όχι. Το αντίπαλο δέος του κ. Μητσοτάκη είναι ο κ. Τσίπρας. Ναι, αυτοδημιούργητος υπό την έννοια ότι δεν προέρχεται από κάποια δυναστεία όπως ο αντίπαλός του, ούτε έχει την οικονομική του επιφάνεια. Πολύ έξυπνος επίσης (για αυτο φυσικά και ο Πρωθυπουργός αποφεύγει "όπως ο διάολος το λιβάνι" ένα debate με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης). Από την άλλη, είναι κι αυτός ανεπάγγελτος, δεν βγήκε πρώτα στην κοινωνία να προσφέρει ώστε να επιστρέψει μετά για να διοικήσει. Πολύ χειρότερα, φαίνεται να έχει πειστεί κι αυτός πως χρειάζεται ένα τηλεοπτικό κόμμα για να επανέλθει στην εξουσία ώστε να αναλάβει τον έλεγχο της κυβέρνησης - ή μήπως κι αυτός, του πολυδύναμου γραφείου τύπου;
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Αν υπάρχει ελπίδα, αυτή βρίσκεται στον Ελληνικό Λαό. Αν θέλουμε το "κυβερνώ" να πάψει να σημαίνει "παρκάρω στο κράτος, διορίζω και μοιράζω χρήμα" και να ξαναγίνει "προβλέπω, προλαμβάνω, δρω εγκαίρως", πρέπει πρώτα καθένας από εμάς να ανακτήσει την ιδιότητα του πολίτη. Έχουμε επιτρέψει τον εκφυλισμό μας σε καταναλωτές προπαγάνδας και τελικά σε άβουλους, συμφεροντολόγους ψηφοφόρους.
Η ανάληψη ευθύνης ξεκινά από τη βάση. Αν κάθε Έλληνας αναλάβει την ευθύνη της ζωής του, ατομικά, οικογενειακά και κοινωνικά, αν αντιληφθεί ξανά την αξία της γνώσης και την αναζητήσει στις αξιόπιστες πηγές της (hint: όχι στα 'μέσα κοινωνικής δικτύωσης'), τότε ίσως ανακτήσουμε όλοι την ιδιότητα του πολίτη. Τότε ίσως αρχιζουμε να έχουμε ξανά πόλεις, να έχουμε πολιτισμό και, μετά από καιρό, να ξαναμάθουμε την ύψιστη των τεχνών, την πολιτική.
Μέχρι να επιστρέψουμε στην πολιτική (επιστροφή που δεν πρέπει να αργήσει) τουλάχιστον ας μην ξεχνάμε όσα μας έμαθε στην παιδική μας ηλικία το παραμύθι με τα τρία γουρουνάκια.