Σε σκέφτομαι να κάθεσαι στον καναπέ. Να σε ρωτάω τι κάνεις και να μου απαντάς ότι τώρα πια γέρασες και σημασία έχει τι κάνουμε εμείς. Να με ρωτάς τι γίνεται στη δουλειά. Τι κάνουν ο Βαγγέλης, ο Θανάσης και ο Σάκης με το ηλεκτρονικό φροντιστήριο. Να σου λέω ότι πάνε καλύτερα τα πράγματα και να απαντάς αμέσως ότι με δουλειά και υπομονή όλα θα γίνουν.
Φαντάζομαι να σου λέω πως ο Βαγγέλης και ο Σάκης παντρεύτηκαν και έχουν δυο παιδιά πια. Να χαίρεσαι, να μου λες να ζήσουν μα και αμέσως να αναρωτιέσαι εγώ τι κάνω, τι περιμένω, κι εγώ αμέσως να απαντάω πως όλα θα γίνουν στην ώρα τους.
Σκέφτομαι μετά να με ρωτάς τι κάνει ο κύριος Πρύτανης κι εγώ να σου λέω τα δυσάρεστα. Φαντάζομαι να στενοχωριέσαι, να αναρωτιέσαι μα πως έγινε αυτό, να λες ότι ήταν άδικο.
Μετά ίσως η σκέψη σου πήγαινε στα αδέρφια σου. Θα μου έλεγες για τη θεία Ξανθή, πόσο είχε δουλέψει, πόσο είχε ταλαιπωρηθεί. Και πόσο όμως πρέπει να χάρηκε με τις κόρες, τον γαμπρό και την εγγονή της. Δύσκολη η ζωή, σίγουρα, υπάρχει όμως και ανταμοιβή θα μου έλεγες.
Σίγουρα θα μιλούσες μετά για τον θείο τον Κωστάκη. Θα μου λεγες ξανά ότι θα μπορούσε να έχει σπουδάσει και να κάνει σπουδαία πράγματα, όμως οι καταστάσεις, τότε στη δεκαετία του 50, ήταν δύσκολες και δεν το επέτρεψαν αυτό να γίνει. Ευγνωμοσύνη θα έδειχνες ακόμα μια φορά για τη μεγάλη βοήθεια του.
Μετά θα μου έλεγες για τον μπαμπά. Φλεβάρη του 2011 χιόνιζε, είχε πέσει και είχε χτυπήσει. Πόναγε στον ώμο. Είπα θα τον πάω στο νοσοκομείο να δούμε, γιατί ο γιατρός λέει πως τα χτυπήματα αυτά καμιά φορά είναι ύπουλα. Πρόσεξε Δημήτρη μου μου είχες πει γιατί έχει δουλέψει πολύ και είναι καλός άνθρωπος. Καμιά φορά τους γέρους στα νοσοκομεία δεν τους προσέχουν πολύ, είχες συνεχίσει.
Ξαφνιάστηκα τότε. Για ποιο λόγο έλεγες το αυτονόητο, αυτό που ξέραμε όλοι; Ίσως μετά από χρόνια να έχω καταλάβει. Τα αυτονόητα νιώθουμε την ανάγκη να τα επαναλαμβάνουμε σε στιγμές κομβικές, όπου οι λέξεις έχουν άλλη διάσταση και άλλη σημασία. Ένα πρόσεχε, ένα σ'αγαπώ, μπορεί να συμπηκνώσει όλη την αγάπη του κόσμου.
Δεν ξέρω αν θα μπορούσες να ξεπεράσεις την απώλεια του. Η στενοχώρια σου σίγουρα θα ήταν ανείπωτη, ίσως όμως και να έλεγες πως επιτέλους αναπαύτηκε και ότι, από ένα σημείο και μετά, η ζωή με το αλτσχάιμερ δεν έχει νόημα κανένα. Ήταν άδικο αυτό που συνέβαινε και σε είχε καταβάλλει.
Μετά όμως θα μιλούσαμε για τα ευχάριστα. Θα με ρωτούσες για τη Βάλια και τον μικρό Γιώργο. Πως τα πηγαίνουν στο προνήπιο, εάν έχουν προσαρμοστεί, εάν έχουν κάνει φίλους. Τι κάνει η Καλίνα, ο κύριος Γιάννης και η κυρία Κική. Αν πηγαίνουμε στο Άστρος και αν οι δικοί τους είναι όλοι καλά.
Ίσως μετά να μιλούσαμε και για την κοινωνία. Σοκαρισμένη θα ήσουν σίγουρα από τα γεγονότα. Πως πάψαμε να είμαστε άνθρωποι σε τόσες πτυχές της ζωής μας. Αν χρειαστεί, μη διστάσετε να φύγετε μου είχες πει. Τόσο από τον Ασπρόπυργο όσο και από την Ελλάδα. Σημασία έχει να προχωρήσετε μπροστά, να προοδεύσετε και μόνον έτσι θα μπορέσετε να βοηθήσετε και τον τόπο.
Χθες ήμουν σε μια συναυλία του Σαββόπουλου στο Ηρώδειο. Πρώτη φορά. Θυμήθηκα εκείνη την επίσκεψη στο νέο μουσείο της Ακρόπολης - ήταν δίπλα, βλέπεις - που ανέβαλα εκείνο το Αυγουστιάτικο Σάββατο για μια άλλη φορά. Μια άλλη φορά που δεν ήρθε ποτέ.
Είπε ο Σαββόπουλος ότι του λείπουν μερικές στιγμές αφόρητα οι γονείς του. Νομίζω πολλοί στο ακροατήριο ένιωσαν να μιλάει στην καρδιά τους - είναι αφόρητο το κενό. Γεμίζει συχνά με μια πολύ γλυκιά ανάμνηση, με ένα λαμπερό φως. Δεν παύει να είναι κενό όμως και στη δύσκολη στιγμή πάντα θα υπενθυμίσει την απώλεια.
Είπε ακόμα για ένα τραγούδι από την εποχή των γονιών του - που νομίζω θα το θυμόσουν κι εσύ, σίγουρα:
«Ας ερχόσουν για λίγο
μοναχά για ένα βράδυ
να γεμίσεις με φως
το φριχτό μου σκοτάδι
και στα δυο σου τα χέρια
να με σφίξεις ζεστά
ας ερχόσουν για λίγο
κι ας χανόσουν μετά»
Το ξέρω, είναι διαφορετικό το περιεχόμενο του τραγουδιού. Λέει όμως κάτι τόσο δυνατό. Ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά.
Σκέφτομαι πάλι πως αν με έβλεπες να δακρύζω γράφοντας ένα κείμενο χαράματα 25ης Σεπτεμβρίου, μάλλον θα μου χαμογελούσες με μια σιγουριά που τόσο με ηρεμούσε ότι κι αν συνέβαινε, και θα μου έλεγες πως τότε, όταν χάσαμε τον παππού, πόσο χαζή ήσουν που αντέδρασες με τόσο ακραία θλίψη, γιατί τι πιο φυσικό για έναν γέρο από το να πεθάνει. Γιατί λοιπόν εγώ να κάνω έτσι;
Τα χρόνια περνάνε. Η ανάμνηση όμως είναι πιο ζωντανή από ποτέ. Το μυαλό μου είναι ακόμα μπερδεμένο. Την απώλεια δεν μπορώ να τη διαχειριστώ καλά. Ίσως μεγαλώνοντας να αρχίσω να τα καταφέρνω καλύτερα.
Ήταν δυο μέρες μετά τα γενέθλια σου. Πάγωσα όταν άκουσα τον Βασίλη στο τηλέφωνο. Λίγη ώρα μετά, τρεις λέξεις κυριαρχούσαν στο μυαλό μου. Πίστη, Λόγος, Αγάπη. Ένα τρίπτυχο υπέροχο για να πορεύεται κάνεις στη ζωή. Ελπίζω πως θα συμφωνούσες.