Συχνά τα έργα αυτά γίνονται σε δυο φάσεις. Για την ακρίβεια αυτό θεωρείται ο βέλτιστος τρόπος: Πρώτα θα γίνει η διερεύνηση/ανάλυση και η αναλυτική καταγραφή των λειτουργικών & τεχνικών προδιαγραφών και σε δεύτερο στάδιο θα γίνουν ο σχεδιασμός, η υλοποίηση κτλ. Μάλιστα, πολλές φορές το παραδοτέο της πρώτης φάσης είναι το παράρτημα προδιαγραφών στη σύμβαση έργου της δεύτερης.
Η παραπάνω μεθοδολογία έχει δοκιμαστεί σε τεχνικά έργα για εκατοντάδες χρόνια. Όποτε προέκυπτε πρόβλημα αυτό είχε να κάνει με τις προδιαγραφές: Πρώτα απ' όλα αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολο να καταγραφούν τόσο με σαφήνεια όσο και με πληρότητα οι λειτουργικές απαιτήσεις ενός έργου. Ακούγεται εύκολο, όμως δεν είναι καθόλου. Πολύ χειρότερα όμως, ακόμα και αν δεχτούμε πως ήταν ποτέ δυνατόν σε μια χρονική στιγμή να καταγραφούν επακριβώς, με σαφήνεια και πληρότητα, οι προδιαγραφές ενός έργου, είναι μάλλον βέβαιον ότι αυτές τροποποιούνται στο πέρασμα του χρόνου - πολύ απλά διότι πάντοτε ο χρόνος τροποποιεί τις ανάγκες και τις επιθυμίες των ανθρώπων - οπότε το έργο μπορεί να υλοποιήθηκε τελικά βάσει προδιαγραφών, οι χρήστες όμως εξακολουθούν να μην είναι ικανοποιημένοι.
Όσοι έχουν έστω και την παραμικρή εμπειρία διαχείρισης έργου οποιουδήποτε τύπου, σίγουρα αντιλαμβάνονται αμέσως το παραπάνω ζήτημα. Συνεχώς προκύπτουν "change requests", άλλοτε σημαντικά και άλλοτε ασήμαντα, που κατά κανόνα οδηγούν σε ατέρμονες συζητήσεις για αλλαγές στο χρονοδιάγραμμα και στον προϋπολογισμό... κάπως έτσι ο σοφός λαός είπε μεταξύ άλλων πως "όποιος δεν έχει χτίσει σπίτι, δεν έχει μάθει τη ζωή".
Όταν λοιπόν δημιουργούμε μια νέα, προϊοντική εταιρεία, στην πραγματικότητα ξεκινάμε ένα έργο του οποίου όλες οι παράμετροι είναι ασαφείς. Δεν ξέρουμε ακριβώς τις λειτουργικές ούτε τις τεχνικές προδιαγραφές, Δεν έχουμε σαφές budget ούτε σαφές χρονοδιάγραμμα. Καλά - καλά μάλιστα δεν ξέρουμε ακριβώς ποιος είναι ο πελάτης μας!
Αν κατανοήσουμε σε βάθος τα παραπάνω δεδομένα, εάν πραγματικά τα εμπεδώσουμε, τότε τα διδάγματα του Lean Startup, του Customer Development, του Agile και του Design Thinking γίνονται απόλυτα ξεκάθαρα. Επειδή ακριβώς δεν ξέρουμε ακριβώς τι πρέπει να κάνουμε ούτε για ποιον να το κάνουμε, το rapid prototyping είναι μονόδρομος. Επίσης, πρέπει από την πρώτη στιγμή να είμαστε σε συνεχή επικοινωνία με τον πελάτη, ώστε να εμβαθύνουμε πάντα στην γνώμη μας περί αυτού και να κατανοούμε τα προβλήματα/προκλήσεις που εκείνος αντιμετωπίζει (αν και πολύ συχνά ο πελάτης δεν θα μπορεί καν να τα περιγράψει). Για αυτό λοιπόν πρέπει με πολύ ευέλικτο τρόπο να προχωράμε το πρωτότυπό μας σε γρήγορους κύκλους ανάπτυξης και σε κάθε κύκλο να μαθαίνουμε περισσότερα για την αγορά και τον πελάτη. Μόλις έχουμε κάποιον ικανοποιητικό βαθμό βεβαιότητας, βάσει πειραματικών δεδομένων πάντοτε και όχι της διαίσθησής μας, τότε μπορούμε να εμβαθύνουμε στην ανάπτυξή μας και να κάνουμε στην ιδανική περίπτωση το βήμα από το MVP στο product-market-fit.
Σε όλη αυτήν την ιστορία όμως υπάρχει μια παγίδα: Αν διαβάσετε το παραπάνω κείμενο θα δείτε τόσο άμεσες όσο και έμμεσες αναφορές στο "προϊόν". Με το προϊόν όμως εννοούμε όλο το business model, όχι μόνο το ίδιο το προϊόν υπό την αυστηρή του έννοια. Είναι λοιπόν καθήκον του δημιουργού όχι μόνο να αναπτύξει ένα εργαλείο (όπου μάλιστα οι προδιοαγραφές του θα αποκαλύπτονται σιγά-σιγά και συχνά με αντικρουόμενο τρόπο - - δηλαδή δυο βήματα μπροστά, ένα πίσω), αλλά ταυτόχρονα πρέπει να σχεδιάσει και να αναπτύξει τον μηχανισμό μέσα από τον οποίο οι πελάτες θα μάθουν για το προϊόν αυτό, θα μπορέσουν να το πάρουν και θα μπορέσουν να υποστηριχτούν κατάλλγηλα. Για να το κάνουμε ακόμα πιο εύκολο, όλα αυτά μάλιστα θα πρέπει να γίνουν με έναν οικονομικά βιώσιμο τρόπο.
Πρέπει λοιπόν να φτιαχτεί μια μηχανή (== business model) η οποία θα προσφέρει αξία στην αγορά και, μέσω της προσφοράς αυτής, θα δημιουργεί αξία και για τον οργανισμό (εταιρεία) που την προσφέρει.
Το πρόβλημα είναι όντως πολύ δύσκολο και δυστυχώς δεν επιδέχεται τυπικά τεκμηριωμένης λύσης. Έχουμε μόνο ευρετικές μεθόδους στη διάθεσή μας (heuristics). Αυτό όμως δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία, την στιγμή μάλιστα που οι ευρετικές μέθοδοι (Lean Startup, Customer Development, Agile και Design Thinking) είναι πο´λύ ισχυρές και αποτελεσματικές.
Αντίθετα, εκείνο που είναι το δυσκολότερο σημείο είναι οι ίδιοι οι founders να αποδεχτούν ποιο πρόβλημα πρέπει να επιλύσουν. Ότι, όσο είναι δική τους ευθύνη το προϊόν να δουλεύει σωστά από τεχνικής άποψης, το ίδιο δική τους ευθύνη είναι να λύνει με οικονομικά αποδοτικό τρόπο κάποιο πρόβλημα ενός σημαντικού αριθμού πελατών οι οποίοι θα μπορέσουν να μάυουν για το νέο προϊόν και θα είναι διατεθειμένοι να το αγοράσουν. Για να μπορέσουν να το κάνουν αυτό οι ιδρυτές θα πρέπει ταυτόχρονα να βγουν εκτός του δικού τους comfort zone και να αποφύγουν την παγίδα της κοινής λογικής.
Είναι δύκολο, δεν είναι όμως αδύνατον. Όποτε δε κάτι τέτοιο συμβαίνει στην αγορά, τα αποτελέσματα είναι εκπληκτικά όπως μας αποδεικνύει η αδιανόητη ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας σε ολόκληρο τον κόσμο.