Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μνήμη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μνήμη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

Αποχαιρετισμός στην Κική Μαγκλή

Την περασμένη Τρίτη 27 Αυγούστου αποχαιρετίσαμε την Κική Μαγκλή στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, το Μουρίκι Θηβών. Ήταν ένας από τους πιο ευγενείς, πιο αυθεντικούς και θα έλεγα τους καλύτερους ανθρώπους που γνώρισα ποτέ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο μας στήριξε στην απώλεια της μητέρας και του πατέρα μου αλλά και πόσο καλή γιαγιά ήταν για τα ανίψια μου, τον Γιώργο και τη Βάλια.

Έχω πολύ μεγάλο σεβασμό στη γενιά στην οποία άνηκε η Κική Μαγκλή. Οι άνθρωποι που γεννήθηκαν στη διάρκεια ή και λίγο μετά την απόλυτη καταστροφή της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, τη γενιά που μεγάλωσε στις σκοτεινές δεκαετίες του '50 και του '60 και τη γενιά που το πέρασμα στην ενηλικίωση σημαδεύτηκε από την επτάχρονη δικτατορία. Και όμως οι άνθρωποι αυτοί, με ελάχιστους πόρους αλλά με πολλή, σκληρή δουλειά και ένα όραμα για μια καλύτερη Ελλάδα, πήραν τη χώρα μας από τον τρίτο κόσμο και την παρέδωσαν μέλος της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης.

Ελπίζω οι νεώτεροι να συνεχίσουμε να εμπνεόμαστε από τους ανθρώπους αυτούς. Για την Κική Μαγκλή είμαι βέβαιος πως ο σύζυγος, τα παιδιά και τα εγγόνια της θα τη θυμόνται πάντοτε με αγάπη και θα εξακολουθεί να ζει μέσα τους, όπως θα συμβεί και με όλους τους υπολοίπους που είχαμε την τύχη να την γνωρίσουμε.


Η Κική Μαγκλή


Κυριακή 19 Μαΐου 2024

Ιστορικά δικαιωμένος

Για πολλές δεκαετίες το κράτος των Αθηνών στους ποντίους συμπατριώτες μας δεν έβλεπε τίποτα άλλο παρά ένα πρόβλημα. 

Ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης, αυτός ο μεγάλος δάσκαλος των λαών, ήταν ο πρώτος που είδε μια μεγάλη υποχρέωση και μια μεγάλη ευκαιρία. 

Η μεγάλη υποχρέωση δεν ήταν άλλη από το δικαίωμα στην μνήμη. Η αναγνώριση της γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού. 

Η μεγάλη ευκαιρία ήταν - και είναι - η Ρωμανία. Η θεμελίωση μιας νέας πόλης στην Θράκη, μια κοιτίδα των παλλινοστούντων και ένας πυλώνας ανάπτυξης της Θράκης. 

Ο Μιχάλης έφυγε από κοντά μας ξαφνικά στις 27 Μαρτίου 2024. Είναι όμως πάντα παρών τόσο με το μεγάλο επίτευγμα του όσο και με το όραμα του που θα συνεχίσει να μας κινητοποιεί μέχρι την πραγμάτωση του. 

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

Ογδόντα έξι

Σήμερα θα γινόσουν ογδόντα έξι ετών. 

Θα περίμενες άραγε να ζήσεις τόσο; Πολλές από τις συμμαθήτριές σου ζούν και είναι σχετικά καλά στην υγεία τους. Μακάρι να τα εκατοστίσουν και να τα ξεπεράσουν, θα είναι ένας τρόπος η μικρή Έλενα να μάθει για σένα από πρώτο χέρι! Σε κάθε περίπτωση, θα μπορούσες ακόμα να ήσουν μαζί μας. Δεν είσαι όμως, έτσι αποφάσισε ο Θεός, η μοίρα, το σύμπαν ή απλά η τύχη.

Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι θα σκεφτόσουν σήμερα. Ξέρω, είναι αδύνατον να το γνωρίζουμε αυτό. Μπορούν όμως να γίνουν κάποιες βάσιμες εικασίες. Θα μπορούσε να ξεκινήσει κάποιος από τις αξίες που καθόρισαν τη ζωή σου. Μεθοδολογικά είναι μάλλον ο πιο σωστός τρόπος, φοβάμαι όμως πως ένας τρίτος μπορεί να μιλήσει καλύτερα για τις αξίες ενός προσώπου απ' ότι το ίδιο του το παιδί. Η αγάπη είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένας φακός παραμορφωτικός.

Θα μείνω λοιπόν σε κάτι που σίγουρα γνώριζα: Τι ήταν αυτά που σε απασχολούσαν.

Πρώτα απ' όλα σε απασχολούσαν τα παιδιά σου. Ήθελες να είναι καλά, να τα δεις ευτυχισμένα στις οικογένειές τους και να προοδεύουν. Σε φαντάζομαι χαμογελώντας να μου θυμίζεις το σοφό ρητό του Σόλωνα, όμως θα το ρισκάρω: Νομίζω θα ήσουν ικανοποιημένη.

Μετά σε απασχολούσε ο σύζυγός σου. Ο μπαμπάς μας. Η πάλη με την άνοια είναι άνιση. Πέρα από τον ασθενή, τη βιώνει εξίσου και όποιος τον φροντίζει και, το θυμάμαι καλά, δεν ήθελες να τον φροντίζει κανείς άλλος. Έχω τύψεις γιατί νομίζω πως αυτό τελικά επιδείνωσε την υγεία σου. Όσες φορές κι αν 'τρέξω' και πάλι στο μυαλό μου την εξέλιξη των γεγονότων, στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγω: Όσο κι αι έπρεπε να γίνει διαφορικά, όσο κι αν ήταν τεχνικά εφικτό να αναλάβει κάποιος άλλος, δεν θα το επέτρεπες ποτέ (ίσως εδώ να φανερώνεται μια αξία, για τις οποίες μιλούσαμε παραπάνω). Σε κάθε περίπτωση, τα πράγματα εξελίχθηκαν όσο καλά γινόταν. Η απουσία σου έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα, όμως οι καλύτερες δυνατές λύσεις δόθηκαν. Ο μπαμπάς, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, έμεινε μαζί μας έξι ακόμα χρόνια. Ικανοποιημένη εδώ δεν θα ήσουν, ποτέ δεν συμβιβάστηκες με την απώλεια. Θα το καταλάβαινες όμως σίγουρα πως η πραγματικότητα θέτει τα τελικά όρια.

Σε απασχολούσε η ευρύτερη οικογένεια σου, τα αδέρφια και τα ανίψια σου. Εδώ θα σε περίμενε μεγάλη στενοχώρια. Μπορεί να έφυγες πρώτη, όμως και τα αγαπημένα σου αδέρφια επίσης έφυγαν σχετικά νωρίς. Όταν όμως ξεπερνούσες την θλίψη θα το έβλεπες, σε γενικές γραμμές η οικογένεια προοδεύει.

Ερχόμαστε τώρα στα πιο δύσκολα: Σε απασχολούσε πολύ η εκπαίδευση. Τόσο σε όλη τη χώρα όσο και ειδικά στον Ασπρόπυργο. Σίγουρα θα χαιρόσουν με κάποιες επιτυχίες των σχολείων της περιοχής, με κάποιους συναδέλφους σου που ξεπερνούν τους εαυτούς τους φέρνοντας απρόσμενα καλά αποτελέσματα. Όμως οι ήρωες, όσο κι αν είναι θαυμαστοί, δεν αλλάζουν μόνοι τους τη ροή των πραγμάτων. Το συζητούσαμε, αυτές είναι οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Η εκπαίδευση στη χώρα μας, μη εξαιρουμένης της γενέτειράς μας, βυθίζεται αργά αλλά σταθερά στην παρακμή. Αυτό θα σε γέμιζε απαισιοδοξία. Νομίζω σε είχε ήδη γεμίσει ήδη, το μακρινό 2011.

Σε απασχολούσαν τέλος δυο βασικότατες έννοιες. Κάποιοι θα τις έλεγαν πολιτικές, εσύ όμως ποτέ δεν χρησιμοποίησες αυτήν τη λέξη. Νομίζω είχες κατακτήσει το προνόμιο να βλέπεις τα πράγματα, τις έννοιες στην ουσία τους, απαλλαγμένα από τους διάφορους "-ισμούς": Η δικαιοσύνη και η ισότητα στις ευκαιρίες.

Υπηρέτησες την εκπαίδευση τριάντα επτά ολόκληρα χρόνια. Τη μισή ζωή σου. Αυτά τα χρόνια, η διαδρομή από τον Ασπρόπυργο, στις Βουκολίες, στην Κάνδανο και στο Πέραμα Μυλοποτάμου, στα Μέγαρα, στην Κερατέα, στην Ελευσίνα και πάλι πίσω στον Ασπρόπυργο, δεν ήταν παρά μια μάχη, ή μάλλον καλύτερα, μια ωδή στη δικαιοσύνη και στην ισότητα των ευκαιριών.

Η δικαιοσύνη ξεκινά από το σχολείο. Εκεί το παιδί χτίζει τα θεμέλιά του για την κατανόηση της κορυφαίας αυτής έννοιας. Αν από το εκπαιδευτικό μας σύστημα απουσιάζει η δικαιοσύνη, αν το παιδί βλέπει να επικρατεί το άδικο, πώς είναι δυνατόν μετά να υπηρετήσει το δίκαιο στην κοινωνία; Όχι, δεν θα το κάνει και δεν θα φταίει για αυτό. Για κάθε συμπολίτη μας που αδικοπραττεί, ευθύνονται πρώτοι κάποιοι δάσκαλοι και κάποιοι καθηγητές.

Το ίδιο, ίσως ακόμα περισσότερο, ισχύει και για την ισότητα των ευκαιριών. Θυμάμαι να μου λες πως δεν μπορούσες να είσαι σημαιοφόρος, παρότι πρώτη σε βαθμολογία, καθώς τη δεκατία του 1950 ακόμα απαγορευόταν στις κοπέλες. Θυμάμαι την περηφάνια σου να λες πως ήσουν η πρώτη από το χωριό μας που πέρασε σε ανώτατη σχολή και ποτέ δεν θα ξεχάσω την περιγραφή της συζήτησης σου με τον παππού μου ώστε εκείνος όντως τελικά να δώσει την άδειά του να σπουδάσεις. Θυμάμαι να μου λες για τα απομακρυσμένα σχολεία στα οποία υπηρέτησες, υπό συνθήκες ακραίες που μόνο στον κινηματογράφο μπορεί να δει κανείς.

Μια ζωή λοιπόν αφιερωμένη στην ισότητα των ευκαριών στη  μόρφωση. Και που φτάσαμε σήμερα, το 2022; Φτάσαμε να χαρακτηρίζει τη γενιά μας η ντροπιαστική ερώτηση "εσείς, σε ποιο σχολείο πηγαίνετε;".

Θα ήσουν, φοβάμαι, απολύτως απογοητευμένη.

Κάποια στιγμή κοντά στο απρόσμενο τέλος απηυδισμένη μου είχες πει: "να φύγετε, δεν γίνεται τίποτα εδώ, έχει χαθεί το παιχνίδι". Σου είχα απαντήσει θυμωμένος πως 'λες βλακείες'. Ότι 'υπάρχουν δυσκολίες', σίγουρα, 'αλλά όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο'. Σήμερα, έντεκα χρόνια μετά, το βλέπω: Ήμουν εντελώς εκτός πραγματικότητας. Το μυαλό μου πάει στους στίχους των Κατσιμιχαίων: "το κόλπο είναι στημένο και στα μέτρα σας". Είχες μεγάλο δίκιο.

Οι σκέψεις αυτές καταλήγουν στο εξής ερώτημα που φαντάζομαι βασανίζει πολλούς: Μπορεί η (όπως και να την ορίσει κανείς) επιτυχία στην ιδιωτική σφαίρα να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας αξιοβίωτης ζωής, την στιγμή που διαλύεται η δημόσια σφαίρα;

Μπορούμε να ζήσουμε στα όμορφα κλουβιά μας, παραδεχόμενοι την ήττα μας στην πόλη, μέσα εν τέλει από τη διάλυση, την κατάρρευση της πόλης; Μπορούμε να υπάρχουν ως πολίτες χωρίς πόλη; Ή μήπως το σύστημα για το οποίο μιλούσαν οι Κατσιμιχαίοι μας κάνει πιόνια σε μια σκακιέρα που παίζουν άλλοι; Μια αόρατη (ενίοτε και ορατή) ολιγαρχία της οποίας δηλώνουμε υπάκουοι υπήκοοι;

Η απάντησή μου είναι σαφής: Όχι, δεν είναι αξιοβίωτη η ζωή αυτή. Ο άνθρωπος είναι ον πολιτικό, έχει ανάγκη τη δημόσια σφαίρα. Η πόλη φέρνει τον πολιτισμό, αυτή μας κάνει πολίτες. Η πόλη, όχι το κλουβί του καθενός! Είμαι βέβαιος πως θα συμφωνούσες.

Θα ήθελα πολύ να κάνουμε αυτήν τη συζήτηση. Είναι μεγάλη η θλίψη που ξέρω ότι δεν θα την κάνουμε ποτέ. Και πάλι όμως, ακόμα και όταν αναρωτιέμαι "τι θα μου απαντούσες" και η απάντηση αυτή με βοηθά να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη, είναι βοήθεια μεγάλη. 

Την οποία βοήθεια πια, έντεκα χρόνια μετά, έχω μάθει να την αποδέχομαι, να τη σέβομαι, μέχρι και να την απολαμβάνω.

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Σε θυμάμαι

Σε θυμάμαι


Σε θυμάμαι να κατεβαίνεις τη Σαλαμίνος κοντά στο σπίτι
Ίσως γυρίζεις απ’ το σχολείο ή μπορεί να είχες πάει για ψώνια
Κουρασμένη φαντάζεις όμως χαμογελάς
Τη δουλειά πάντα χαιρόσουν

«Τι κάνεις Δημήτρη μου;» με ρωτάς
Με τρόπο που κάνει το σύμπαν να γεμίζει αγάπη
Φορτίο βαρύ
Και συνάμα ενέργεια αστείρευτη

Δεν είναι εύκολο να αγαπάς
Μα είναι σίγουρα το καλύτερο

«Να γίνεις ένας καλός και χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία»
Μου πες ένα πρωί τα πρώτα χρόνια του ογδόντα
Κι αυτή η προτροπή η τόσο απλά ειπωμένη
Αντηχεί ακόμα στα αυτιά μου
Νομίζω συνέχεια και πιο δυνατά
Σαν μελωδία γλυκιά και σαν πυξίδα ακριβείας

«Δεν γίνεται να μην υπάρχει θεός»
Μου είχες πει λίγο καιρό πριν το τέλος
Κι αυτή η απόλυτη σιγουριά σου
παράξενη τότε πολύ μου ακούστηκε

Μα τώρα πια καταλαβαίνω
Το σωστό έχει αξία από μόνο του
Θεός δεν μπορεί να μην είναι
Γιατί ο Θεός είναι μέσα μας
Οι πράξεις μας οι ίδιες τον φτιάχνουν

Γρήγορα ή αργά
Ο χρόνος την αλήθεια πάντα στο φως θα τη φέρει

Έφυγες μα είσαι παντού
Πως μπορούν οι νεκροί μιλάνε;
Δέκα χρόνια κι όλα μοιάζουν σαν χθες
Το ‘χες γράψει εξάλλου κι εσύ
Μόνο τότε πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε

Σε θυμάμαι, μαμά
Σε θυμάμαι

Ασπρόπυργος, 27 Σεπτεμβρίου 2021

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Για τον θείο μου Κώστα Μπουγιατιώτη

Σήμερα, παραμονή πρωτοχρονιάς του 2021, μας άφησε ο θείος μου, μικρός και αγαπημένος αδερφός της μητέρας μου, Κώστας Μπουγιατιώτης σε ηλικία 81 ετών. Απεβίωσε μετά από σύντομη νοσηλεία στο Θριάσιο Νοσοκομείο λόγω επιπλοκών του νέου κορωνοϊού. Η δύσκολη αυτή στιγμή γίνεται ακόμα δυσκολότερη από το γεγονός της αδιανόητης μοναξιάς που βιώνουν τα θύματα της πανδημίας στο τελευταίο στάδιο της ζωής τους. 

Σχεδόν ολόκληρη η οικογένεια του θείου μου νοσεί από τον κορωνοϊό. Η σύζυγος, τα παιδιά και τα εγγόνια του. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε απότομα, έγινε εισαγωγή στο νοσοκομείο και μόλις δυο μέρες αργότερα εξέπνευσε. Βάσει των κανονισμών για τον περιορισμό της πανδημίας, δεν μπορούσε να έχει συνοδό στο νοσοκομείο. Επίσης, δεδομένου ότι η οικογένειά του νοσεί, δεν θα μπορέσουν να τηρηθούν τα νεκρικά έθιμα και οι σχετικές παραδόσεις της περιοχής και στην εξόδιο ακολουθία δεν θα μπορέσουν να παρευρεθούν οι στενοί συγγενείς του. Μια μοναξιά που αναμφίβολα γεννά μεγάλη θλίψη.

Ο Κώστας Μπουγιατιώτης γεννήθηκε στον Ασπρόπυργο το 1939, τρίτο παιδί του Φώτη Μπουγιατιώτη και της Σιδερής Τσίγκου. Ο παππούς μου χάρηκε που "επιτέλους έκανε παιδί", αφού είχε ήδη δυο κόρες, την Ξανθή το 1935 και την Ελένη το 1936, φράση που στα αυτιά μας τώρα ηχεί απολύτως απαράδεκτη, τότε όμως ήταν απολύτως φυσιολογική.

Η οικογένεια ήταν πολύ φτωχή και τα παιδιά χρόνια δύσκολα. Ο παππούς μου ήταν τσοπάνος και τα πρόβατα σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν σταθερό εισόδημα ενώ η εκμετάλλευση που υφίσταντο οι κτηνοτρόφοι της εποχής από τους μεσάζοντες ξεπερνά τη χειρότερη σημερινή φαντασία. Οι μεγάλες δυσκολίες της παιδικής ηλικίας όμως είχαν και μια θετική συνέπεια: Τα τρία αδέρφια, η Ξανθή, η Ελένη και ο Κωστάκης (καθότι ο μικρός της οικογένειας, συνεχίσαμε να τον αποκαλούμε έτσι μέχρι τα γεράματά του) ανέπτυξαν έναν ισχυρότατο δεσμό. Μια σχέση αλληλοϋποστήριξης και ενδιαφέροντος που συχνά έφτανε στην αυταπάρνηση. Έχω την εντύπωση πως σήμερα ένας ειδικός θα έκρινε την σχέση αυτή ως 'υπερβολική', ότι ίσως έφτανε μερικές φορές να είναι βάρος παρά βοήθεια. Σε κάθε περίπτωση ήταν απαραίητη για την επιβιωσή τους στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και στα μαύρα χρόνια που την ακολούθησαν.

Το ενδιαφέρον ήταν πως ο Κωστάκης εξελίχθηκε σε άριστο μαθητή. Ήμουν περίπου 25 ετών όταν έτυχε να δω τον θείο μου, που εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος στα Ναυπηγεία Σκαραμαγά, να γράφει ένα χειρόγραφο σημείωμα και εξεπλάγην από τον άριστο γραφικό του χαρακτήρα και την ορθογραφία του - Σίγουρα κάτι πολύ ανώτερο εκείνου που περιμένεις από έναν άνθρωπο με τη δική του τυπική μόρφωση και επάγγελμα.

Δυστυχώς όμως η φτώχεια είναι σκληρή: Η μητέρα μου ήταν άριστη μαθήτρια, όπως και ο θείος. Ήταν όμως πρακτικά αδύνατον για οικονομικούς λόγους να σπουδάσουν και οι δυο, η οικογένεια χρειαζόταν χέρια στις δουλειές. Ο Κωστάκης έκανε πίσω και εκείνη που σπούδασε ήταν η μητέρα μου, η Ελένη. Είναι τόσο περίεργο να συνειδητοποιώ πως η ίδια μου η ύπαρξη εν τέλει καθορίστηκε από μια απόφαση που πάρθηκε σε ένα φτωχό κτηνοτροφικό σπίτι στις αρχές της δεκαετίας του '50. Πέρα από κάθε αμφιβολία, αν η μητέρα μου δεν είχε σπουδάσει θα είχε ζήσει μια εντελώς διαφορετική ζωή, με ότι αυτό συνεπάγεται. Ξέρω ότι η μητέρα μου ένιωθε μέχρι το τέλος της ζωής της μεγάλη ευγνωμοσύνη για το γεγονός αυτό, που ίσως συνετέλεσε στο πόσο δεμένοι που φαινόταν με τον αδερφό της.

Η συνέχεια για τον θείο μου ήταν η εξής: Στα τέλη της δεκαερίας του '50 έκανε τη θητεία του στην αεροπορία όπου ειδικεύτηκε ως ηλεκτρολόγος ενώ συνέχισε την εκπαίδευσή του στο ίδιο αντικείμενο, στην αρχή της δεκαετίας του '60 στις "Τεχνικές Σχολές Αθηνών και Περιστερίου 'Ο Αϊνστάιν'". Εργάστηκε στη συνέχεια σαν ηλεκτρολόγος σε ένα νοσοκομείο των Αθηνών και κάποια στιγμή προσελήφθη στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά την εποχή που εκείνα άνηκαν στον Σταύρο Νιάρχο και εξειδικεύτηκε στην ηλεκτρολογία της ναυπηγικής. Έζησε όλη τη διαδρομή της μεγάλης αυτής επιχείρησης, που εν τέλει έγινε προβληματική, ένα διάστημα έμεινε κλειστή και στη συνέχεια πέρασε στο ελληνικό δημόσιο - τα προβλήματά της όμως συνεχίζονται μέχρι σήμερα, δυστυχώς.

Το 1976 ο Κώστας Μπουγιατιώτης παντρεύτηκε την Φωτεινή Αγαθή και έκανε μια πολύ όμορφη οικογένεια αποκτώντας μάλιστα δυο κόρες, την Ισιδώρα και την Κατερίνα. Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές έρχεται στο μυαλό μου ένας ορμητικός χείμαρρος αναμνήσεων από τα παιδιά μου χρόνια, τις επισκέψεις στο πατρικό της μαμάς για να δούμε τον παππού και τη γιαγιά, τις εκδρομές 'στο μαντρί' που κάναμε κάθε χρόνο την Καθαρά Δευτέρα και την πρωτομαγιά, τον τρύγο που γινόταν στα αμπέλια στα Σκούρτα και αμέτρητες άλλες βόλτες, εκδρομές και διακοπές που κάναμε μαζί. Νιώθω πραγματικά πολύ τυχερός που οι άνθρωποι αυτοί εμπλούτισαν την παιδική μου ηλικία, ενώ μεγαλώνοντας έβλεπα στον θείο μου έναν άνθρωπο με τον οποίο μπορούσα πάντοτε να κάνω μια αξιόλογη συζήτηση, με τον λόγο του να είναι πάντα σοβαρός, ρεαλιστικός και μετρημένος. 

Τα εργασιακά προβλήματα βέβαια συνεχίστηκαν και κάποια διαστήματα εντάθηκαν ιδιαίτερα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ που κάποια στιγμή στα μέσα της δεκαετίας του '80 τα ναυπηγεία είχαν μείνει κλειστά για πολλούς μήνες και οι εργαζόμενοί τους πρακτικά ήταν άνεργοι. Σε κάποια στιγμή απόγνωσης, άκουσα τον θείο μου να λέει στον πατέρα μου ότι "το να παίρνεις μικρό μισθό, είναι πρόβλημα αλλά κάπως παλεύεται. Το να είσαι άνεργος όμως και να μην παίρνεις τίποτα, όχι, δεν παλεύεται". Πρέπει να ήμουν ίσως 8 ή 9 ετών τότε όταν είδα στα μάτια και στον τόνο της φωνής ενός δικού μου ανθρώπου τι σημαίνει η ανεργία.

Ευτυχώς δόθηκε κάποια λύση τότε στα αδιέξοδα των ναυπηγείων και ο θείος μου συνέχισε να εργάζεται μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε. Εργαζόμενος σκληρά και με πενιχρά μέσα, κατάφερε να κάνει ένα πραγματικό άλμα στο βιοτικό επίπεδο της οικογένειάς του: Και οι δυο του κόρες απέκτησαν ανώτερη μόρφωση και βρήκαν μια καλή εργασία, έχτισε ένα υπέροχο σπίτι επαρκές για να στεγάσει την οικογένειά του και αργότερα τις οικογένειες των παιδιών του και, όταν πλέον είχε συνταξιοδοτηθεί, έφτιαξε έναν καταπληκτικό ελαιώνα στα κτήματα που ο πατέρας του παλιότερα χρησιμοποιούσε για τα πρόβατα.

Διάβασα πρόσφατα ένα γνωστό μυθιστόρημα, τον "Στόουνερ" του John Williams. O ήρωας του μυθιστορήματος εκείνου εκ πρώτης όψεως ζει μια απλή, προβλέψιμη, για κάποιους ίσως μέτρια και βαρετή ζωή. Μετά από λίγο όμως καταλαβαίνει ο αναγνώστης πως αυτή ακριβώς η "ζωή του απλού ανθρώπου" μπορεί να είναι έμπλεη νοήματος και συναισθημάτων σε βαθμό που δύσκολα μπορεί κανείς να περιμένει, ενώ αντίθετα άνθρωποι που πέτυχαν την καταξίωση, την αναγνωρισιμότητα και την προβολή μπορεί εν τέλει να στερήθηκαν αυτά ακριβώς τα βασικά: Το νόημα και το συναίσθημα.

Ο θείος μου έζησε μέχρι τα 81 του χρόνια. Είδε δυο εγγόνια, τα οποία σήμερα είναι 11 ετών. Είδε τα παιδιά του να προοδεύουν και να είναι ευτυχισμένα. Σίγουρα αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες και οη ζωή του είχε συχνά προκλήσεις και εντάσεις. Έζησε όμως αληθινά, έζησε με νόημα και με αξιοπρέπεια. Πάλεψε σε συνθήκες πολύ δύσκολες επιδεικνύοντας ακεραιότητα χαρακτήρα που όσα λόγια θαυμασμού κι αν γράψω, δεν θα είναι επαρκή. Αντιμετώπισε με λεβεντιά τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν τα τελευταία χρόνια και δεν λύγισε ποτέ, ούτε όταν ήρθε αντιμέτωπος με τον κορωνοϊό.  

Πάντα εκεί στις δύσκολες στιγμές, ο Κώστας Μπουγιατιώτης ήταν ένας άνθρωπος αξιόπιστος και ειλικρινά καλοπροαίρετος στον οποίο μπορούσες να βασιστείς. Ήταν ένας εξαίρετος γιος, αδερφός, σύζυγος, πατέρας και παππούς. Σίγουρα ήταν και ένας ιδιαίτερα αγαπημένος θείος που θα τον θυμάμαι με αγάπη μέχρι το τέλος της ζωής μου.


Ο θείος μου, Κώστας Μπουγιατιώτης στις αρχές της δεκαετίας του '90



Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

Αδιάφορο οι μήνες κι αν περνάνε

Το 2002 πέθανε σε ιδιαίτερα μεγάλη ηλικία μια θεία της μαμάς μου την οποία όλοι ξέραμε ως "θείτσα Μαρίκα". Τα εγγόνια της (δεύτερά μου ξαδέρφια δηλαδή), που τότε μάλλον θα πήγαιναν στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, είχαν στενοχωρηθεί πολύ. Όπως έμαθα αργότερα από τους ίδιους, η μητέρα μου προσπαθώντας να τους παρηγορήσει τους έδωσε τους εξής στίχους γραμμένους σε ένα χαρτί:

Αδιάφορο κι αν πέθανες
Εμείς δεν σε ξεχνάμε
Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε

Όταν τους λησμονάνε.


Το ιδιόχειρο σημείωμα της μητέρας μου προς τα ανίψια της όταν πέθανε η γιαγιά τους


Τα χρόνια πέρασαν και κάποια στιγμή αποφάσισα να μάθω την προέλευση των στίχων αυτών. Γρήγορα βρήκα πως πρόκειται για το ποίημα "Η ζωντανή νεκρή" του Κώστα Ουράνη.

Το παραθέτω εδώ:

Ἡ ζωντανὴ νεκρή

Δὲν πέθανες! Στὴν κάμαρα ἀκόμα τ᾿ ἄρωμά σου
εἶναι ἁπλωμένο ὡς τώρα δὰ νὰ μ᾿ ἄφησες, κι ἀπάνω
στὸν καναπὲ ἀτέλειωτο μένει τὸ κεντημά σου
καὶ τὸ κομμάτι πού ῾παιζες εἶναι ἀνοιχτὸ στὸ πιάνο.

Ἀπάνω στὸ τραπέζι μου πάντα ἡ δική σου εἰκόνα,
ποῦ πάντα μὲ τὴν ἥμερη ματιά της μὲ κοιτάζει,
καὶ δὲν εἶναι ὁ ἄνεμος, μὰ εἶσαι ἐσύ, τὴν πόρτα
ποὺ μισανοίγεις γιὰ νὰ μπεῖς τὴν ὥρα ποὺ βραδυάζει.

Δὲν πέθανες. Εἶσαι παντοῦ καὶ εἶσαι μέσα σὲ ὅλα:
στῶν ρόδων τὸ ξεφύλλισμα, στὸ στεναγμὸ τοῦ ἀγέρα,
στὰ νέφη ποὺ χρυσίζουνε σὰν πάει νὰ σβήσει ἡ μέρα
κι ὡς καὶ τὶς νύχτες δίπλα μου σὲ νοιώθω ξαπλωμένη...

Δὲν πέθανες. Ἀδιάφορο οἱ μῆνες κι ἂν περνᾶνε:
τότε οἱ νεκροὶ πεθαίνουνε, ὅταν τοὺς λησμονᾶνε!

Οχτώ χρόνια μετά, το μυαλό μου ακόμα δεν έχει μπορέσει πλήρως να επεξεργαστεί τι έγινε εκείνη την Τρίτη το πρωί. Η απώλεια ίσως να ξεπερνά τις ερμηνευτικές μας δυνατότητες. Όποτε δυσκολεύτηκα πολύ, πάντα βρήκα γαλήνη στην ανάγνωση αυτού του ποιήματος. Είναι μαγικό πράγμα η ποίηση και εξαιρετικός ο Κώστας Ουράνης.


Η μητέρα μου στα Χανιά τον Αύγουστο του 2009
Η Ελένη Μπουγιατιώτου μας άφησε απρόσμενα το πρωί της Τρίτης 27 Σεπτεμβρίου 2011, δυο μέρες αφότου έκλεισε τα 75 της χρόνια.


Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018

Μνήμη

Μια πολύ γνώριμη, υπέροχη αύρα γέμισε το δωμάτιο σήμερα. 
Μια αστείρευτη πηγή ενέργειας και αισιοδοξίας εμφανίστηκε και πάλι. 
Μια όμορφη μέρα. 
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον δημιουργό Ηλία Παπαηλιάκη.

Ως τη Νίκη, Πάντοτε, Μιχάλη Χαραλαμπίδη

Αγαπημένε Δάσκαλε Μιχάλη Χαραλαμπίδη, Ήταν Ιούνιος του 1996, διάβαζα μαθηματικά για τις πανελλήνιες εξετάσεις της επόμενης μέρας. Στιγμή ιερ...