Είμαστε στην Αθήνα του 1977. Είναι Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου και ώρα περίπου 3:00 το μεσημέρι. Ο μαιευτήρας Καρπούζογλου φέρνει σε πέρας επιτυχώς μια δύσκολη γέννα. Η οικογένεια του Γιώργου Τσίγκου και της Ελένης Μπουγιατιώτου αποκτά έτσι το δεύτερο παιδί της, ένα αγοράκι βάρους 4.300 γρ - Ναι, σωστά καταλάβατε, εμένα.
Σήμερα λοιπόν, Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021, που γιόρτασα τα τεσαρακοστά-τέταρτα γενέθλιά μου, πολύ περισσότερο ζώντας εδώ και αρκετό διάστημα την πανδημία του κορωνοϊού, είχα τον χρόνο να σκεφτώ σχετικά με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Πρώτα απ' όλα μου φαίνεται σχεδόν σαν ψέμα το γεγονός ότι έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια! Ο χρόνος πράγματι κυλάει σαν νεράκι. Από την άλλη, έχω πια τόσες πολλές και τόσο έντονες αναμνήσεις που γρήγορα καταλαβαίνω ότι όχι, δεν είναι ψέμα. Είναι η πραγματικότητά μου: Έχω συμπληρώσει 44 περιστροφές γύρω από τον ήλιο, είναι μεγάλο διάστημα.
Μετά αναπόλησα τα παιδικά, τα εφηβικά και τα φοιτητικά μου χρόνια. Σίγουρα θα χρειαζόμουν σελίδες επί σελίδων για να τα περιγράψω αναλυτικά (και πάλι δεν ξέρω αν θα ήταν δυνατό), όμως αναμφίβολα νιώθω πολύ τυχερός. Μεγάλωσα σε μια υπέροχη οικογένεια, για την οποία θα είμαι αιώνια ευγνώμων. Μεγάλωσα σε μια χώρα που είχε μόλις γίνει δημοκρατική και που είχε μια κοινωνική και οικονομική υπόσταση ικανή να προσφέρει περισσότερα από τα απαραίτητα στην πλειοψηφία των πολιτών της. Η εκπαίδευσή μου επίσης ήταν αρκετά άνω του μετρίου και το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για τις δυνατότητες διάπλασης του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς μου πέρα από το πλαίσιο της τυπικής εκπαίδευσης.
Στη συνέχεια το μυαλό μου πήγε στα εικοσιένα συναπτά έτη που συμπλήρωσα φέτος στον στίβο της επιχειρηματικότητας. Ήταν μια επιλογή που δεν είχα σκεφτεί ποτέ πριν την ξεκινήσω και όμως μου φάνηκε απολύτως αυτονόητη τότε. Ευτυχώς, ακριβώς το ίδιο αυτονόητη μου φαίνεται και τώρα. Δεν έχω μετανιώσει στιγμή που μπήκα σε αυτόν τον μαραθώνιο και ελπίζω το ίδιο να λέω και μετά από πολλά χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει πως η επιχειρηματικότητα δεν μου έφερε και τεράστιες δυσκολίες, πίκρες, μερικές φορές δυστυχία, καθώς και πλήθως εμποδίων που φάνταζαν (ίσως και να ήταν) ανυπέρβλητα. Όμως, πόσο νόημα μπορεί να έχει μια ζωή που μοιάζει με "βόλτα στο λούνα παρκ"; Όχι ιδιαίτερο. Έτσι λοιπόν, θεωρώ τις δυσκολίες αυτές ως το κόστος για την απόκτηση εκπληκτικών εμπειριών, για το βίωμα υπέροχων συναισθημάτων και για το γεγονός ότι τους σημαντικότερους ανθρώπους της ζωής μου τους συνάντησα στο ταξίδι αυτό. Αν μπορούσα να διατρέξω εκ νέου τη ζωή μου, θα ξεκινούσα και πάλι μια εταιρεία, όπως έκανα με τον Περικλή, τον Χάρη, τον Μίλτο και τον Νίκο εκείνο τον Σεπτέμβρη του 2000.
Κάτι που σκέφτηκα αμέσως μετά είναι πως έφτασα σε μια ηλικία που έχω αρχίσει να διαχειρίζομαι τον τρόμο της απώλειας. Συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια αυτήν την χρονιά από τον απροσδόκητο χαμό της μητέρας μου, κάτι που ακόμα δυσκολεύομαι να επεξεργαστώ. Σε τρεις μήνες κλείνουν επίσης πέντε χρόνια από την απώλεια του πατέρα μου ενώ η τεσαρακοστή τέταρτη χρονιά μου ξεκίνησε με τη δυσβάσταχτη απώλεια ενός αγαπημένου θείου μου. Έχω ήδη χάσει αγαπημένους καθηγητές, φίλους, συναδέλφους, ακόμα και μερικούς, πολύ λίγους ευτυχώς, ανθρώπους στον επαγγελματικό μου κύκλο νεώτερους από μένα. Με λίγα λόγια και σταράτα: Ο θάνατος είναι παρών στη μέση ηλικία. Καθημερινά φροντίζει να σου υπενθυμίζει την παρουσία του και τη νομοτέλεια της ζωής.
Με κάνει πολύ χαρούμενο όμως που, νομίζω πρώτη φορά αυτόν τον χρόνο, έκανα ένα βήμα μπροστά στη διαχείριση της θεμελιώδους υπαρξιακής αγωνίας κάθε ανθρώπου. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι συνειδητοποίησα την θνητότητά μου σε ηλικία δώδεκα-δεκατριών ετών. Ήταν μια σκέψη αδιανόητη, απίστευτα δυσάρεστη και τρομακτική, την οποία απωθούσα από το μυαλό μου όσο πιο γρήγορα γινόταν ευχόμενος απλώς να καθυστερήσει να επιστρέψει. Θυμάμαι πολλές φορές, σε ανύποπτο χρόνο, να καταβάλλομαι από μια τεράστια απόγνωση στη συνειδητοποίηση της απλούστερης αλήθειας, ότι δηλαδή κάποτε θα πεθάνω, και να θέλω να τρέξω να γλυτώσω, να βρω κάπου να κρυφτώ.
Στη διάρκεια της πανδημίας είχα την ευκαιρία να διαβάσω τέσσερα έργα του μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη: Βίο και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ο Τελευταίος Πειρασμός, Καπετάν Μιχάλης και Ασκητική. Δεν θα μπορούσα να έχω κάνει καλύτερη επιλογή. Μετά έτυχε να διαβάσω μερικά βιβλία του Νίτσε, να εμβαθύνω στον Επίκουρο και, ευτυχώς, να διαβάσω τον υπέροχο Irvin Yalom (Στον Κήπο του Επίκουρου, Όταν Έκλαψε ο Νίτσε, Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία). Όλα αυτά βοήθησαν πάρα πολύ, περισσότερο όμως όλων με βοήθησε η - γενναία όσο και απαραίτητη - απόφαση να ξεκινήσω ψυχοθεραπεία, η οποία με τη σειρά της με οδήγησε αργότερα σε μια δύσκολη μεν, υπέροχη δε θεραπευτική ομάδα.
Δεν είναι βεβαίως ότι έχω 'ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου', αυτό μάλλον δεν θα συμβεί ποτέ, έχω όμως ξεπεράσει τον σχετικό τρόμο. Έχω συμβιβαστεί με το πεπερασμένο της ύπαρξης και προσπαθώ να απολαμβάνω κάθε ημέρα σαν ένα νέο δώρο.
Θέλησα λοιπόν με το άρθρο αυτό να κάνω την εξής δημόσια επισήμανση: Η ψυχοθεραπεία δεν είναι ούτε ντροπή, ούτε πολυτέλεια. Αντίθετα είναι μια φροντίδα, μια επιμέλεια εαυτού, που αξίζει και δικαιούται κάθε άνθρωπος. Μη διστάσετε να την προσφέρετε στον εαυτό σας και να ενθαρρύνετε τους δικούς σας να κάνουν το ίδιο.
Αφού λοιπόν ξόδεψα χρόνο στο παρελθόν και στο παρόν, μετά σχεδόν υποχρεωτικά κοίταξα στο μέλλον. Με τις επικούρειες διδαχές, προσπάθησα να είμαι όσο πιο αντικειμενικός και ρεαλιστής γίνεται. Φαίνεται πως τα επιστημονικά δεδομένα μου δίνουν αρκετές πιθανότητες να περάσω τα 80, ίσως μάλιστα ακόμα και τα ενενήντα:
- Να φροντίσω όσο μπορώ την οικογένεια και τους φίλους μου
- Να προσπαθήσω να είμαι χρήσιμος και εποικοδομητικός άνθρωπος στην κοινωνία
- Να εξελίξω την επιχείρησή μου σε έναν οργανισμό με συλλογική κουλτούρα και 'νοημοσύνη', με σκοπό να συνεχίσει να υπάρχει, να δημιουργεί και να προσφέρει μετά από εμένα και χωρίς εμένα
- Να μην σταματήσω να εξελίσσομαι σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο