Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Τσίγκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Τσίγκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018

Μνήμη

Μια πολύ γνώριμη, υπέροχη αύρα γέμισε το δωμάτιο σήμερα. 
Μια αστείρευτη πηγή ενέργειας και αισιοδοξίας εμφανίστηκε και πάλι. 
Μια όμορφη μέρα. 
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον δημιουργό Ηλία Παπαηλιάκη.

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες

Οταν, πριν έναν χρόνο ακριβώς, μαθεύτηκαν τα νέα για την απώλεια του πατέρα μου, ένας από τους πιο αγαπημένους μου πανεπιστημιακούς δασκάλους μαζί με ένα πολύ ζεστό και ευγενικό μήνυμα έστειλε το εξής απόσπασμα έργου του Νίκου Καζαντζάκη:

"Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος. Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.".

Το διάβασα πολλές φορές. Κάθε μία από αυτές έρχονταν στο μυαλό μου οι τελευταίες στιγμές του πατέρα. Η ηρεμία, η γαλήνη, η πληρότητα. Η αγάπη. Η ζωή.

Έτσι, σιγά σιγά, αρχίζω να κατανοώ τι εννοούσε ο μεγάλος Κρητικός με το «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος».


Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

«Που πηγαίνετε;» — Ένα μεγάλο ευχαριστώ

H ώρα ήταν περίπου 16:30. Είμαι στο γραφείο μου με τον Θανάση και τον Γιώργο. Το τηλέφωνο χτυπάει, στη γραμμή ο Βασίλης: "Κάτι τρέχει με τον μπαμπά, δεν είναι πολύ καλά". Πάρε τώρα τη Λία και έλα σπίτι. Παίρνω τηλέφωνο στο σπίτι, η Λία απαντά. Η φωνή της έχει χρώμα αγωνίας  Μου περιγράφει τα συμπτώματα. Με βάση τις οδηγίες του γιατρού, ρωτάω για τον κορεσμό οξυγόνου. "Περίπου 78 αλλά πέφτει" είναι η απάντηση. Πολύ δύσκολα τα πράγματα. Φεύγω αμέσως.

Τρέχω προς τα πάρκινγκ, μπαίνω στο αυτοκίνητο και οδηγώ όσο πιο γρήγορα μπορώ. Ευτυχώς στο ρεύμα εξόδου από Αθήνα προς Ασπρόπυργο δεν έχει κίνηση. 

Θυμάμαι, χθες το βράδυ τον είχαμε σηκώσει και, με τεράστια δυσκολία και συνεχή βοήθεια, είχε καταφέρει να περπατήσει. Το μεσημέρι είχα μιλήσει με τη Λία, μου είπε πως είχε φάει κανονικά. Βέβαια, από τα μέσα Δεκεμβρίου, λίγο μετά τα γενέθλιά μου, η κατάσταση είχε επιδεινωθεί πολύ και ήταν σαφές πως χειροτέρευε συνέχεια. Προχθές το βράδυ μιλούσα με τον γιατρό. "Έχω την εντύπωση πως έχει επιδεινωθεί απότομα η άνοια", του λέω. Η απάντηση δεν μου άρεσε, καθόλου. "Είναι πολύ πιθανό να έχει κάνει εγκεφαλικές μεταστάσεις".

Φτάνω στο σπίτι περίπου 5:10. Στο δρόμο μίλησα με τον γιατρό, δεν μου έδωσε καθόλου θάρρος. Ανεβαίνω επάνω, τον ετοίμαζαν ήδη για να φύγουμε. Η εικόνα που βλέπω εντελώς αποκαρδιωτική. Αναπνέει με δυσκολία. Έχει έναν πολύ περίεργο θόρυβο η αναπνοή του. Είναι σχεδόν αδύνατον να τον μετακινήσεις. Μέσα σε όλα, βλέπω ότι η μπουκάλα οξυγόνου στο σπίτι είχε εξαντληθεί. Απελπισία.

Αποφάσεις πρέπει να ληφθούν γρήγορα. Με μια τιτάνια προσπάθεια του Ιωσήφ κατεβαίνουμε κάτω, λίγο πριν τις 5:20 μπαίνουμε στο αυτοκίνητο. Ο μπαμπάς στο κάθισμά του συνοδηγού, η Λία από πίσω να τον στηρίζει. Αποφασίζω να πάμε στην Κεντρική Κλινική στην Αθήνα που νοσηλευόταν συχνά αυτό το διάστημα. Εκεί μας περίμεναν ήδη, ενώ στο διπλανό Θριάσιο φοβήθηκα πως θα χάσουμε πολύ χρόνο με διατυπώσεις και εξηγήσεις. 

Με το -πραγματικά,  εξαιρετικό - ΕΚΑΒ είχα μιλήσει ήδη. Εξηγώντας το περιστατικό κατάλαβα πως κατά κάποιο τρόπο δεν ήταν απόλυτη προτεραιότητα. Σήμερα καταλαβαίνω πως αυτό είναι σωστό - τότε είχα γίνει έξω φρενών. Οι πόροι πρέπει να δίνονται σε περιστατικά που η βοήθεια μπορεί να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Ξεκινάμε για Αθήνα. Οδηγώ όπως δεν έχω οδηγήσει ξανά στη ζωή μου. Σήμερα δεν ξέρω αν έκανα καλά. Ίσως να μην έκανα. Το βάρος της ευθύνης να πάμε στην Αθήνα και όχι στο διπλανό νοσοκομείο, τεράστιο. Η ιδέα ότι ο πατέρας μου θα καταλήξει δίπλα μου και εγώ ανήμπορος να παρακολουθώ από το διπλανό κάθισμα καρφώνεται στην σκέψη μου. Με τεράστια προσπάθεια πείθω τον εαυτό μου ότι όλα θα πάνε καλά.

Η ώρα είναι τώρα 5:25. Δεν μπορούσε να ήταν χειρότερα. Είναι Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017. Χιλιάδες εργαζόμενοι στην περιοχή του Θριασίου έχουν μόλις ολοκληρώσει την εργασία τους και επιστρέφουν στα σπίτια τους στο λεκανοπέδιο της Αθήνας. Ο κεντρικός δρόμος του Ασπροπύργου κολλημένος. Μπαίνω στους αγροτικούς δρόμους, βγαίνω γρήγορα στην εθνική, στο ρεύμα όμως προς Ελευσίνα. Ελάχιστη κίνηση προς τα έξω, σε ένα λεπτό είμαι Ελευσίνα και κάνω αναστροφή. Εδώ ξεκινά το πρόβλημα.

Ανάβω alarm, το δεξί μου χέρι κολλημένο στην κόρνα, οδηγώ συνεχώς στη ΛΕΑ ή στο πεζοδρόμιο. Αδιαφορώ για το χρώμα των φαναριών και για όλες τις προβλέψεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας. 

Συμβαίνει κάτι πολύ περίεργο όμως: Κανείς, ή για την ακρίβεια ελάχιστοι, δεν διαμαρτύρεται. Οι άνθρωποι βλέπουν. Βλέπουν το μπαμπά, βλέπουν το πρόσωπό μου και το πρόσωπο της Λίας. Ανοίγουν όλοι. Σταματάνε ενώ έχουν πράσινο να περάσουμε με κόκκινο. 

Συγκινούμαι. Όχι, δεν έχει αποκτηνωθεί η κοινωνία μας. Είμαστε άνθρωποι, ζούμε μαζί με ανθρώπους.

Σε δέκα λεπτά, ή και λιγότερο, έχω φτάσει στον Σαρακάκη στην αρχή της Καβάλας, Περνάω το φανάρι Σπύρου Πάτση και δεν ανεβαίνω στη γέφυρα που ήταν κολλημένη. Από τα πεζοδρόμια φτάνω στην πλατεία Καραϊσκάκη στο μεταξουργείου. Εκεί όμως απελπισία. Μπροστά μας όλα κολλημένα, σαν ένα τεράστιο πάρκινγκ. Βλέπω το ρολόι, 5:42. Μπαίνω στην οδό Σατωβριάνδου. Κάνω μια προσπάθεια να ανέβω ξανά στο πεζοδρόμιο. Αδύνατον. Έχω κολλήσει. Απελπίζομαι ολοκληρωτικά. 

Η αναπνοή του μπαμπά όλο και πιο δύσκολη. Βλέπω να πλησιάζει μια μοτοσυκλέτα της αστυνομίας. Καταλαβαίνω ότι έχω περάσει πάνω από δέκα κόκκινα φανάρια, ότι οδηγούσα σε πεζοδρόμια και στη ΛΕΑ με μεγάλη ταχύτητα, ότι είμαι τώρα πάνω σε πεζοδρόμιο και τώρα κινούμε πάνω σε πεζοδρόμιο.

Κατεβάζω το παράθυρο και ετοιμάζομαι να εξηγήσω. Ξαφνικά ακούω το εξής:

"Που πηγαίνετε;"

Οι άνθρωποι είχαν καταλάβει. Είναι τρεις ζητάδες. Οι μηχανές μπαίνουν μπροστά και αρχίζουν να κάνουν μαγικά. Δεν μπορώ να το περιγράψω ακριβώς. Δεν καταλαβαίνω ούτε το κάνουν ούτε φυσικά πως. Βλέπω όμως ότι εκεί που ήμουν ακινητοποιημένος και ίσως να χρειαζόμουν ίσως μέχρι και 45 λεπτά με μία ώρα να φτάσω στην κλινική, ξαφνικά πήγαινα σταθερά με 30-40 χκμ/ώρα χωρίς να σταματώ πουθενά. 

Σε ένα με δύο λεπτά, στην κυριολεξία, είμαστε στην κλινική. Σταματάω με alarm στην Ασκληπιού. Οι τραυματιοφορείς περιμένουν. Σε δευτερόλεπτα ο μπαμπάς είναι στο ΤΕΠ και η προσπάθεια αντιμετώπισης της κατάστασης ξεκινά εντατικούς ρυθμούς. 

Βγαίνω από το ΤΕΠ και επιστρέφω στο αυτοκίνητο. Οι ζητάδες είναι εκεί. Τους ευχαριστώ από καρδιάς. Τους λέω "παιδιά σας παρακαλώ, θέλω να σας ευχαριστήσω εμπράκτως. Παρακαλώ θερμά, δώστε μου ονόματα ή κάποιο άλλο στοιχείο“. Η απάντηση τους με αφήνει άφωνο: «Είμαστε η ομάδα Ζ, κύριε. Ευχόμαστε περαστικά στον πατέρα σας». Με χαιρετούν και φεύγουν. 

Μένω σύξυλος. Δεν ξέρω τι να πω. Ακόμα και σήμερα, έναν χρόνο μετά, δεν ξέρω τι να πω. Παρά μόνο ένα μεγάλο ευχαριστώ στα παιδιά αυτά και σε όλους τους Δημόσιους Λειτουργούς που αντιλαμβάνονται την έννοια του καθήκοντος. 

Οι άνθρωποι αυτοί, οι ζητάδες που έσωσαν εκείνη την ημέρα τη ζωή του πατέρα μου, έγιναν το πρότυπο μου. 

Μετά από λίγες ώρες ή κατάσταση του πατέρα μου είχε σταθεροποιηθεί. Η αγωνία, η ταλαιπωρία, ήταν πια παρελθόν. Βέβαια, η πορεία ήταν πια προδιαγεγραμμένη. Μετά από ολιγοήμερη νοσηλεία ο μπαμπάς γύρισε σπίτι. Ήρεμος και γαλήνιος, το πρωινό του Σαββάτου 18 Φεβρουαρίου 2017, στα 89 του χρόνια,  πέρασε στη  αιωνιότητα, μέσα στην αγκαλιά των παιδιών του. 

Δεν ξέρω αν ένας άνθρωπος μπορεί να έχει πιο ευλογημένο τέλος. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στους συνανθρώπους μας που μας βοήθησαν να φτάσουμε έγκαιρα στην κλινική εκείνο το απόγευμα της 7ης Φεβρουαρίου. 

Θέλω από τα βάθη της καρδιάς μου να τους ευχαριστήσω όλους. Τη Λία και τον Ιωσήφ.  Οδηγούς, γιατρούς, νοσηλευτές, και πάνω απ'όλα εκείνους τους τρεις δημόσιους λειτουργούς, τους τρεις ζητάδες που προσέφεραν σε έναν συνάνθρωπο τους που δεν γνώριζαν το ύψιστο των αγαθών: Ένα ανθρώπινο, ανώδυνο και γαλήνιο τέλος ανάμεσα στα αγαπημένα του πρόσωπα. 





Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Ενα γράμμα στη Μαμά και στον Μπαμπά — Του Βασίλη Τσίγκου

Δημοσιεύτηκε από τον Βασίλη Τσίγκο στο Facebook στις 27/9/2017
 
27/09/2011. Μια ημερομηνία η οποία στάθηκε σταθμός στην έως τώρα ζωή μου. Ξαφνικά μπαίνοντας στην πατρική μας κατοικία στον Ασπροπυργο (με απορία πως δεν είχες κατέβεις να ανοίξεις ακομα το γραφείο, όπως έκανες καθε εργάσιμη) διαπιστώνω με τρόμο οτι κοιμάσαι. Κοιμάσαι όμως όχι για την βραδινή σου ανάπαυση, αλλά κοιμάσαι (με μια πολύ γλυκιά έκφραση στο πρόσωπο σου) για το μεγάλο ταξιδι που ολοι ξέρουμε οτι κάποια στιγμή θα κάνουμε, αλλα ποτέ, μα ποτέ δεν θελουμε να πιστέψουμε οτι θα συμβεί σε εμάς ή σε δικούς μας άνθρωπους.

Ξάφνου συνειδητοποιώ οτι η ζωή μου δεν θα είναι πια η ιδια. Δεν θα ξανακούσω την φωνή σου. Δεν θα είσαι εκεί, όπως ήσουν πάντοτε, είτε έκανα κάτι σωστό και με επιβράβευες ή έκανα κάτι λάθος και με τον τρόπο που μόνο εσυ ήξερες (δίχως να προσβάλλεις ή να μειώσεις τον συνομιλητή σου) μου έδινες να καταλάβω οτι πρέπει να το διορθώσω.

Η απώλεια δύσκολα διαχειρίσιμη διότι ήταν ξαφνική. Σε ενοχλούσε αφάνταστα που ο μπαμπάς είχε αρχίσει να ξεχνάει και θυμώνες με αυτό. Εγώ και ο Δημήτρης σου λέγαμε Μαμά μην στεναχωριέσαι, εμείς είμαστε εδώ και θα βοηθήσουμε τον μπαμπά. Θέλαμε εγώ και ο Δημήτρης να απολαύσετε αμφότεροι την ζωή σας ως συνταξιούχοι μετα απο απίστευτη κούραση που είχατε πέρασει, εσύ ως καθηγήτρια φιλόλογος - με πάθος για την εκπαίδευση - για 37 έτη συνεχόμενης διδασκαλιας και ο μπαμπάς ως Λογιστης στον ΑΣΠΡΟ από το 1948 και στο γραφείο του αργότερα.

Πηγαίναμε οικογενειακώς διακοπές καθε καλοκαιρι και αποτελούσαμε θέαμα για την ομήγυρη μας. Δυο αγόρια στα 30+ να συνοδεύουμε τους υπερηλίκους γονείς μας στις διακοπές τους. Εγώ και ο Δημήτρης όμως χαιρόμασταν παρα πολυ για αυτές τις μέρες που περναγαμε μαζί σας, ιδίως στα Χανιά της Κρήτης που περάσαμε τα 10 τελευταία καλοκαίρια έως την 27/09/2011. Ήταν για εμάς το λιγότερο που μπορούσαμε να κάνουμε για δυο ανθρώπους που μας προσέφεραν τα πάντα . Κυριολεκτικά τα πάντα . Η φωτογραφία σας απο το καλοκαιρι του 2010 στο παλιό λιμάνι των Χανίων ειναι ανεξίτηλα χαραγμένη στην μνήμη μας .

Φέτος, την 27/09/2017 ούτε ο μπαμπάς ειναι μαζί μας πια. Εδώ και λίγους μήνες ήρθε να σε βρει να είστε πάλι μαζί οπως ήσασταν απο το μακρινό 1975. Το τραπέζι στο παλιό λιμάνι των Χανίων ειναι άδειο πια . Ευτυχώς όμως εγώ και ο Δημήτρης είμαστε γεμάτοι με αυτά που μας διδάξατε. Σας ευχαριστούμε και τους δυο πάρα πολυ. Ειλικρινά και εκ βαθέων. Μακάρι να προσφέρω και εγώ στον Γιώργο και στη Βαλια και ο Δημήτρης μελλοντικά στα παιδιά του αυτά που κάνατε εσείς για εμάς. Και δεν μιλάω για τα υλικά αγαθά. Μιλάω για την αγάπη που μας δείξατε και το τι σημαίνει αγάπη στην πράξη. Μας λείπετε. Μας λείπετε υπερβολικά. Αλλα είμαστε ευτυχείς και πλήρεις με αυτά που μας δώσατε. Σας αγαπάμε. Να είστε χαμογελαστοί εκεί που είστε. Ναι, έχουμε προβλήματα εδώ, αλλα είμαστε υποχρεωμένοι να τα ξεπεράσουμε και θα τα ξεπεράσουμε.

Με πολλή πολλή αγάπη τα παιδιά σας, Βασίλης και Δημήτρης.

Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Ορθολογισμός

Με δίδαξες να είμαι ορθολογιστής. Όλη σου η ζωή ήταν μια άσκηση ορθολογισμού.

Καταλαβαίνω πως θα ήταν υπέροχο αν όλοι άνθρωποι έκαναν μια διαδρομή 89 ετών γεμάτη αγάπη, δημιουργία, αγώνες για υψηλά ιδανικά.

Σε φαντάζομαι να μου λες ότι δεν πρέπει να στενοχωριέμαι. Ότι μάλλον κάπου το παράκανα.

Πραγματικά, έχεις δίκιο. Δεν πρέπει, είναι λάθος να στενοχωριέμαι.

Αλλά να, ξέρεις...

...Προχθές το πρωί που ξύπνησα και μου πονούσε ο λαιμός, πρώτη μου σκέψη ήταν να μην μπω στο δωμάτιό σου γιατί μάλλον κάπου θα είχα κρυώσει και είναι επικίνδυνο να σε κολλήσω.

Θα συνεχίσω να προσπαθώ όμως, μπαμπά, και ελπίζω πως εν τέλει θα τα καταφέρω.
 


Ως τη Νίκη, Πάντοτε, Μιχάλη Χαραλαμπίδη

Αγαπημένε Δάσκαλε Μιχάλη Χαραλαμπίδη, Ήταν Ιούνιος του 1996, διάβαζα μαθηματικά για τις πανελλήνιες εξετάσεις της επόμενης μέρας. Στιγμή ιερ...