Η ανάπτυξη της αγοράς των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών [ΤΠΕ] στην Ελλάδα έχει ακολουθήσει στρεβλή πορεία η οποία κατέληξε στις πρόσφατες, ιδιαίτερα αρνητικές, εξελίξεις με της αλεπάλληλες πτωχεύσεις εταιρειών με πολυετή παρουσία και, θεωρητικά ως αποδείχτηκε, εδραιωμένη θέση στην αγορά.
Πολύς λόγος είχε γίνει ακόμα και σε έγκριτα –δυστυχώς– φύλλα για την επιτυχία των «Μπακάληδων της Πληροφορικής», οι οποίοι κυριαρχούσαν με τις εμπορικές επιχειρήσεις τους στην Ελληνική αγορά για περισσότερες από δυο δεκαετίες, λειτουργώντας ως επί το πλείστον επιχειρήσεις τύπου «Box Moving» με εισαγόμενα προϊόντα και χαμηλή εγχώρια τεχνογνωσία.
Η βασική αρετή των «Μπακάληδων» ήταν η γνώση του τρόπου ανάληψης μεγάλων δημοσίων έργων. Προβλήματα υπήρχαν πολλά, κάποιοι τα ψέλλιζαν σιγανόφωνα, όμως οι αριθμοί ευημερούσαν και η κριτική δεν γινόταν πιστευτή. Ήρθε λοιπόν η αναπάντεχη (?) πτώχευση των «Μπακάλικων» και η τεράστια κρίση στην αγορά για να καταδείξει το μέγεθος του προβλήματος που είχε δημιουργηθεί.
Η ελληνική αγορά ΤΠΕ βασανίζεται από την εσωστρέφεια και την τεράστια διαφορά μεγέθους δημοσίου – ιδιωτικού τομέα. Αυτή μάλιστα η υστέρηση του ιδιωτικού τομέα σε επενδύσεις στις ΤΠΕ έχει σοβαρότατες, αλυσιδωτές επιπτώσεις σχεδόν στο σύνολο της οικονομίας καθώς οι «παραδοσιακές» ελληνικές επιχειρήσεις έχουν χάσει το τρένο της εξέλιξης και δεν είναι καθόλου ανταγωνιστικές στο παγκοσιμοποιημένο περιβάλλον.
Αν κοιτάξουμε επιτυχημένα παραδείγματα, όπως της Ιρλανδίας και των Σκανδιναβικών χωρών, θα δούμε πως δόθηκε μεγάλη έμφαση στην ανάπτυξη υψηλής εγχώριας τεχνολογίας και στην εξωστρέφεια των επιχειρήσεων. Για να το πούμε απλά: Οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις ΤΠΕ θα έπρεπε να ήταν κατασκευαστές λύσεων υψηλής τεχνολογίας που θα διένεμαν τα προϊόντα τους στην παγκόσμια αγορά και όχι μεταπωλητές λύσεων του εξωτερικού σε διαρκή αγώνα για μεγαλύτερο μερίδιο στην «πίττα» του δημοσίου τομέα.
Δυστυχώς και στον ακαδημαϊκό χώρο τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα. Εφαρμόζοντας παράλογες, κοντόφθαλμες πολιτικές καταντήσαμε να έχουμε δεκάδες πανεπιστημιακά τμήματα ΤΠΕ –μερικά, δυστυχώς, αμφισβητούμενης ποιότητας & πληρότητας– τα οποία παράγουν στρατιές ανέργων υψηλής τεχνολογίας. Την τελευταία πενταετία είχε δοθεί μια πρόσκαιρη λύση με τη στροφή των πτυχιούχων ΤΠΕ στη β’βάθμια εκπαίδευση. Με τον κορεσμό όμως των σχολείων –χαρακτηριστικό πως φέτος στον ΑΣΕΠ δεν προκηρύχθηκαν παρά ελάχιστες θέσεις καθηγητών ΤΠΕ– και με μια αγορά η οποία όχι μόνο δεν παράγει νέες θέσεις εργασίας αλλά κινείται σε λογική απολύσεων και συρρίκνωσης, το πρόβλημα της ανεργίας στις ΤΠΕ θα είναι οξύτατο τα επόμενα χρόνια καθώς κάθε χρόνο ο αριθμός των Πληροφορικών (πτυχιούχων / διπλωματούχων σχολών ΤΠΕ) αυξάνεται κατά περίπου 5.000!
Στον ερευνητικό τέλος τομέα, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, κυριαρχεί η μιζέρια και το τέλμα. Πολλοί έλληνες ερευνητές, ή μάλλον καλύτερα «ερευνητές», δεν είναι παρά «φτωχοί συγγενείς» των ευρωπαίων συναδέλφων τους, για να μην συγκρίνουμε με τους Αμερικανούς ή τους Ισραηλινούς, καθώς είναι δύσκολο να βρούμε εκφράσεις που θα αποδίδουν σωστά το χάσμα που υφίσταται. Το ελληνικό ερευνητικό σύστημα είναι εγκλωβισμένο στη χαμηλή και με παράλογα κριτήρια χρηματοδότηση, στην κακώς-νούμενη «δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία» των ερευνητών, στην έλλειψη σοβαρής συνεργασίας με τη βιομηχανία. Δεν είναι παρά ελάχιστα τα παραδείγματα ελληνικών ερευνητικών αποτελεσμάτων στις ΤΠΕ που διακρίθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο. Θα λέγαμε πως πρόκειται για ένα τριτοκοσμικό τοπίο.
Είναι ιδιαίτερα λυπηρό πως όλα αυτά συμβαίνουν στη χώρα μας ενώ αναμφισβήτητα διαθέτουμε επιστημονικό δυναμικό υψηλής ποιότητας το οποίο διαπρέπει σαν βρεθεί σε παραγωγικό περιβάλλον, όπως εκείνο των Η.Π.Α., όπου κάνουν λαμπρή καριέρα δεκάδες έλληνες ερευνητές σε κορυφαία ιδρύματα.
Περιγράψαμε με χρώματα μελανά την παρούσα κατάσταση στην ελληνική αγορά των ΤΠΕ, καθώς επίσης και στον ακαδημαϊκό και ερευνητικό χώρο. Παρά ταύτα, υπάρχουν συγκεκριμένα δεδομένα τα οποία καθιστούν δυνατό να μετατρέψουμε το πρόβλημα σε ευκαιρία και η Ελλάδα να καταστεί μια αξιόλογη περιφερειακή δύναμη στις ΤΠΕ, έχοντας σημαντική παρουσία στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Για να επιτευχθεί αυτό απαιτούνται κινήσεις στους ακόλουθους τρεις άξονες:
1. Ενίσχυση της επιχειρηματικότητας έντασης γνώσης. Τα δίκτυα επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας μικρού με μέσου μεγέθους μπορούν να είναι ιδιαίτερα παραγωγικά και πολύ ευέλικτα. Αυτή είναι η επιχειρηματική μονάδα που έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί και να επιβιώσει στην οικονομία της γνώσης. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην ανάπτυξη προϊόντων ΤΠΕ τα οποία απευθύνονται στη διεθνή αγορά, καθώς και στη σύνδεση της έρευνας με τη βιομηχανία μέσα από την ίδρυση επιχειρήσεων τύπου Spin-Off.
2. Οριοθέτηση κλάδου ΤΠΕ, διασφάλιση ποιότητας. Είναι καθήκον της Ελληνικής Πολιτείας να προχωρήσει στη θεσμική οριοθέτηση του κλάδου Επαγγελμάτων των ΤΠΕ. Ο έλληνας πληροφορικός πρέπει να πάρει στην κοινωνία τη θέση που του αξίζει, ώστε να προσφέρει στην κοινωνία αυτά που οφείλει και μπορεί. Η πληροφορική δεν είναι δεξιότητα(!), η γνώση της δεν «πιστοποιείται» με «άδειες οδήγησης» που πουλάνε τα περίπτερα αλλά αντίθετα κατακτάται και χτίζεται με απαιτητικές σπουδές σε πολυτεχνεία και πανεπιστήμια! Η διασφάλιση υψηλότατης ποιότητας είναι όρος απαραίτητος για την επιτυχία των ελληνικών προϊόντων ΤΠΕ στην παγκόσμια αγορά. Δεν υπάρχει κανείς, μα κανείς άλλος τρόπος να επιτευχθεί αυτό παρά με τη δημιουργία του Εθνικού Επιμελητηρίου Επικοινωνιών και Πληροφορικής, με βάση την τεκμηριωμένη και κοινά αποδεκτή πρόταση νόμου της Ένωσης Πληροφορικών Ελλάδας [http://www.epe.org.gr/various/EThEEP.zip].
3. Αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης ΤΠΕ. Η Ελληνική Πολιτεία οφείλει να αναδιαρθρώσει τις σπουδές στις ΤΠΕ στη β’βάθμια και στη γ’βάθμια εκπαίδευση, αφενός μεν για να πετύχει αύξηση της ποιότητας σπουδών, αφετέρου δε για να δημιουργήσει κλαδική επαγγελματική συνείδηση στους έλληνες Πληροφορικούς. Στη β’βάθμια εκπαίδευση πρέπει επιτέλους να διδάσκουν την Πληροφορική οι Επιστήμονες Πληροφορικής, και όχι άσχετοι καθηγητές άλλων ειδικοτήτων. Στην γ’βάθμια εκπαίδευση πρέπει να γίνει μια ριζική αλλαγή: Για λόγους ιστορικούς – μην ξεχνάμε ότι οι ΤΠΕ είναι νέο επιστημονικό αντικείμενο – τα πανεπιστημιακά τμήματα ΤΠΕ υπάρχουν σε τριών ειδών σχολές: (α) Πολυτεχνικές Σχολές, (β) Σχολές Θετικών Επιστημονές, και, (γ) Σχολές Οικονομίας & Διοίκησης. Ο κατακερματισμός αυτός οδηγεί σε ανούσιες εσωτερικές αντιπαραθέσεις και σε ελιτισμό. Το Υπουργείο Παιδείας οφείλει να αντιληφθεί ότι το επιστημονικό φάσμα των ΤΠΕ είναι ήδη ιδιαίτερα ευρύ και συνεχώς διευρύνεται κι άλλο. Ως εκ τούτου, είναι αδύνατον πια το επιστημονικό αυτό αντικείμενο να θεραπεύεται σε επίπεδο τμήματος και οφείλουμε να πάμε σε επίπεδο σχολής. Οι Σχολές ΤΠΕ θα περιλαμβάνουν τόσο τα πολυτεχνικά τμήματ όσο και τα τμήματα σχολών θετικών επιστημών και οικονομίας & διοίκησης. Η κίνηση αυτή θα δημιουργήσει οικονομίες κλίμακας οι οποίες θα επιτρέψουν την αύξηση του επιπέδου σπουδών και την περεταίρω αναβάθμιση του ελληνικού ανθρωπίνου δυναμικού στις ΤΠΕ.
Με τις παραπάνω κινήσεις θα δημιουργηθούν ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες για τη δημιουργία ιδιαίτερα ανταγωνιστικών επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας στις ΤΠΕ, που μπορούν να σταθούν στην παγκόσμια αγορά.
Κλείνοντας παραθέτουμε ένα στοιχείο που καθιστά σαφές το εφικτό της ισχυρής τοποθέτησης των ελληνικών επιχειρήσεων ΤΠΕ στο παγκοσμιοποιημένο επιχειρηματικό περιβάλλον:
Όπως είναι γνωστό πολυεθνικές εταιρείες ΤΠΕ αναθέτουν τμήματα ανάπτυξης λογισμικού σε εταιρείες σε χώρες όπως η Ινδία,η Ρουμανίά και η Τουρκία. Οι τιμές που χρεώνουν οι εταιρείες στις χώρες αυτές – που πολλοί αναφέρουν ως τριτοκοσμικές – ανέρχονται στην τάξη των $5,000 / ανθρωπομήνα. Κι αυτό, πέρα από το πολύ μεγάλο έμμεσο κόστος που επιφέρει η μεγάλη γεωγραφική απόσταση και η τελείως διαφορετική κουλτούρα.
Εάν κάποιος δει προσφορές δημοσίων έργων, θα παρατηρήσει ότι οι υπό πτώχευση μπακάληδες χρεώνουν παρόμοια κόστη το ελληνικό δημόσιο, και με μια βαθύτερη ανάλυση θα δει ότι αναθέτουν τις εργασίας σε μικρές εταιρείες με κόστος της τάξης των $3,500 / ανθρωπομήνα.
Είναι μάλλον εντυπωσιακό πως ακόμα και σήμερα, οι ελληνικές επιχειρήσεις ανάπτυξης λογισμικού θα μπορούσαν να είναι ανταγωνιστικές στο διεθνές περιβάλλον – ακόμα και σε σύγκριση με χώρες όπως η Ινδία – καθώς πέρα από το χαμηλό κόστος υπάρχει παρόμοια κουλτούρα με τους συνεργάτες από Ε.Ε. και Η.Π.Α. ενώ είναι πολύ μικρότερες και οι γεωγραφικές αποστάσεις. Λείπει όμως η εξωστρέφεια και αυτή είναι που είμαστε όλοι υπεύθυνοι να αναπτύξουμε σε συνδυασμό με τις δράσεις που παρουσιάσαμε παραπάνω και οφείλει να αναλάβει η Ελληνική Πολιτεία.