Η μορφή του Έκτορα με έχει ενθουσιάσει από τα γυμνασιακά μου χρόνια καθώς πάντα μου φαινόταν η πιο ενδιαφέρουσα, η πιο διδακτική θα έλεγα στην Ιλιάδα, ίσως και σε όλη την ελληνική μυθολογία. Το 2016 έγραφα στο ιστολόγιο αυτό το άρθρο με τίτλο Ἕκτωρ, Αἴας και Αἰνείας: Διδάγματα για τη σύγχρονη Ελλάδα, από το οποίο αντιγράφω τα εξής:
"Είναι ιδιαίτερα διδακτική η πορεία της μονομαχίας. Ο Έκτορας σταθμίζει τα δεδομένα. Έρχονται στο προσκήνιο η λογική και το συναίσθημα. Η απόφασή του είναι πάρα πολύ δύσκολη, μα είναι δεδομένη και οριστική. Θα μονομαχήσει, γνωρίζοντας πως θα ηττηθεί. Μετά κυριαρχεί το ένστικτο. Δειλιάζει, φοβάται. Τρέχει να σωθεί. Καταφέρνει όμως να συγκροτήσει τις σκέψεις του, να σταθεί στα πόδια του και να κάνει το καθήκον του. Το κάνει μάλιστα πάρα πολύ καλά. Μόνο εύκολος αντίπαλος δεν ήταν για τον Αχιλλέα! Προσεκτική ανάγνωση της ιστορίας οδηγεί στο ότι ο ημίθεος των Αχαιών είχε διπλή παρέμβαση υπέρ του από την Αθηνά ώστε τελικά να επικρατήσει. Στο τέλος, ξεψυχώντας ο Έκτορας προβλέπει το τέλος του Αχιλλέα."
Οι σκέψεις αυτές εξακολουθούν να με εκφράζουν. Είχα προσεγγίσει το θέμα από την σκοπιά του "χρέους", από την ανάγκη να πράξει ο άνθρωπος το "δέον γενέσθαι", ένας τρόπος σκέψης κατ' εξοχήν ελληνικός, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα - ή τέλος πάντως, μέχρι σχεδόν σήμερα, αφού πάει καιρός από τότε που ο μέγας Καζαντζάκης είπε "να αγαπάς την ευθύνη".
Νομίζω όμως πως τελικά υπάρχει κάτι πολύ πιο βαθύ.
Χθες το βράδυ όμως, περπατώντας σε μια συνοικία της Αθήνας μου δημιουργήθηκε η σκέψη πως ο τυφλός τραγουδιστής ο Χιώτης ίσως να ήθελε να πει και κάτι παραπάνω, ίσως να θέλησε να αγγίξει το θέμα αυτό που καθορίζει την ανθρώπινη ύπαρξη: Τον φόβο του θανάτου.
Γενιόμαστε μια φορά, ζούμε μια φορά, πεθαίνουμε μια φορά και αυτό είναι όλο. Η ορθολογική προσέγγιση θα ήταν να ζούμε την κάθε μέρα "σαν να ήταν η τελευταία" - τουλάχιστον σε κάποιες πτυχές της. Είχα ακούσει μια ομιλία του μεγάλου διανοητη Μιχάλη Χαραλαμπίδη πάνω στα ζητήματα της γαστρονομίας και την αρχιτεκτονικής (θέματα με τεράστιες πολιτικές διαστάσεις που η κακιστοκρατία των Αθηνών δεν αντιλαμβάνεται καθόλου), κι έλεγε πως οι αρχαίοι Έλληνες "έχτιζαν σπίτια σαν να μην επρόκειτο να πεθάνουν ποτέ και μαγείρευαν σαν να πρόκειται να πεθάνουν αύριο".
Μήπως όμως αυτή η ίδια η φράση εμπεριέχει την καρδιά του προβλήματος; Μήπως η φευγαλέα ελπίδα ότι "δεν θα πεθάνουμε ποτέ", που με το που γεννιέται ταυτόχρονα διαψεύδεται, στην πραγματικότητα επιδεινώνει ένα ήδη δύσκολο πρόβλημα;
Είναι βλέπετε αυτός ο φόβος ο βαθύς, αυτός ο πηγαίος τρόμος που σε κατακλύζει την στιγμή που σκέφτεσαι πως αργά ή γρήγορα θα έρθει η αιώνια ανυπαρξία, που δεν σε αφήνει να χαρείς το δώρο της ζωής. Τότε που θα κλείσεις τα μάτια και δεν πρόκειται να τα ανοίξεις ποτέ ξανά, στον αιώνα των άπαντα. Η αρχέγονη πηγή του φόβου, απ' όπου πηγάζουν όλοι οι μικροί και μεγάλοι φόβοι και φοβίες της καθημερινότητάς μας.
Ο Επίκουρος περιγράφει υπέροχα τον ενοχλητικό συνδαιτυμόνα που κάθεται στο τραπέζι της ζωής, απολαμβάνει λαίμαργα τα εδέσματά της ξανά και ξανά, αρχίζει να φουσκώνει και να ταλαιπωρείται, κουράζεται και κουράζει. Άνθρωποι γύρω του έρχονται και φεύγουν και όμως αυτός εκεί, επιμένει να μην σηκώνεται και να στερεί τη θέση από κάποιον που θέλει να κάτσει ενώ ούτε να απολαύσει πια μπορεί και οι γύρω του τον βαριούνται. Τόσο θλιβερή και γελοία είναι η εικόνα του ανθρώπου που θέλει να ζήσει "για πάντα".
Πόσοι όμως μπορούμε να φτάσουμε στο πνευματικό μεγαλείο του Επίκουρο; Ο μέγιστος των φιλοσόφων έγραψε μια επιστολη λίγο πριν πεθάνει και ξεκινούσε λέγοντας "Αυτήν την ευτυχισμένη τελευταία μέρα της ζωής μου ...". Μπορεί να υπάρξει άραγε μεγαλύτερη ευτυχία; Ένα κύριο δίδαγμα της επικούρειας φιλοσοφίας είναι πως κανείς δεν μπορεί να είναι πραγματικά ευτυχισμένος εάν δεν ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου.
Έτσι λοιπόν εχθές το βράδυ κάποια στιγμή μου φάνηκε σίγουρο: Ο χιώτης ραψωδός μιλούσε αλληγορικά. Ο Έκτορας είναι ο άνθρωπος και η αναπόφευκτη ήττα από τον ημίθεο Αχιλλέα, μια νομοτέλεια όσο κι αν ο Έκτορας προσπαθήσει - και προσπάθησε πολύ, δεν είναι τίποτα άλλο από τον βέβαιο θάνατο. Ο Έκτορας στην αρχή θέλει να τον αποφύγει με κάθε τρόπο. Δεν μπορεί όμως. Είναι αδύνατον να μην τη δώσει αυτήν τη μάχη. Μόλις κάνει το πρώτο βήμα προς την αντιπαράθεση, τον κυριεύει ο τρόmος και το βάζει στα πόδια. Είναι το συναίσθημα που έχουμε νιώσει όλοι όταν σκεφτόμαστε την στιγμή εκείνη από την οποία και μετά δεν θα υπάρχουμε: Το βάζουμε στα πόδια και απλώς σπρώχνουμε την σκέψη αυτή κάτω απ' το χαλάκι του μυαλού μας.
Μετά από λίγο όμως (όχι και τόσο λίγο εδώ που τα λέμε - για αρκετή ώρα έτρεχε να ξεφύγει γύρω από τα τείχη της Τροίας), ο Έκτορας ανακτά τον αυτοέλεγχό του. Παίρνει απόφαση πως αφού το τέλος είναι δεδομένο, αυτό που αξίζει είναι η διαδικασία. Αποφασίζει να παλέψει με όλες του τις δυνάμεις, αδιαφορώντας για το τελικό αποτέλεσμα. Είναι αυτό που όλοι έχουμε κάνει: Το σωστό αναγνωρίζοντας τη ματαιότητά του. Είναι ο Νίκος Μπελογιάννης που εντυπωσίασε τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σπυρίδωνα με την ηρεμία που περίμενε την εκτέλεση της ποινής του: «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή».
Αυτό είναι τελικά το βήμα του ανθρώπου προς τη θεϊκότητα: Να κάνει το σωστό απλώς και μόνο επειδή είναι σωστό, δίχως να περιμένει να ανταμειφθεί για την καλοσύνη του με μια θέση στον παράδεισο. Δεν είναι εμπορική συναλλαγή η ευτυχία.
Ο Έκτορας το έκανε το βήμα προς τη θεϊκότητα, βίωσε την αληθινή ευτυχία, βρήκε το νόημα της ζωής μέσα στη ματαιότητά της. Πάλεψε τόσο καλά που ο ημίθεος αντίπαλός του χρειάστηκε δυο φορές την παρέμβαση της θεάς Αθηνάς ώστε στο τέλος μετά βίας να επικρατήσει. Ο Έκτορας δεν μπορούσε να ξεφύγει από την θνητότητά του, όπως δεν μπορεί κανένας μας. Κατάφερε όμως να βρει το
δικό του νόημα για τη
ζωή του, κάτι που είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για καθένα από εμάς, όπως πολύ όμορφα μας διδάσκει και ο
Viktor Frankl στο "
Man's Search for meaning".
Ίσως τελικά το ουσιωδέστερο των ερωτημάτων να είναι αυτό που πριν κάποια χρόνια επιτακτικά έθετε ένα graffiti σε δρόμο της Αθήνας: "Υπάρχει ζωή πριν τον θάνατο;".
Ένα συγκλονιστικό ερώτημα που καθένας μας είναι καταδικασμένος να το απαντήσει μόνος.