Η ζωή το έφερε και τα τελευταία χρόνια επισκέπτομαι συχνά την επαρχία, κυρίως τα χωριά της Ρούμελης κοντά στον Παρνασσό.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να διαπιστώσει πως τα χωριά αυτά υφίστανται μια ταχεία γήρανση του πληθυσμού και μια διαρκή υποβάθμιση της οικονομικής τους δραστηριότητας, που οδηγούν σε κάποιας μορφής ‘ερημοποίηση’, τουλάχιστον και την κοινωνική και οικονομική έννοια του όρου.
Πρέπει να σημειωθεί πως το ζήτημα δεν αφορά βεβαίως μόνο τη Ρούμελη. Τα ίδια βλέπει κανείς και στον Μωριά, στην Ήπειρο και στην Θράκη, σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας όπως και σε μεγάλο πλήθος νησιών στο Αιγαίο και αλλού.
Τι μπορεί λοιπόν να γίνει;
Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να συζητάμε για το θέμα. Να συζητάμε πολύ, ανοικτά και σε βάθος, ξεπερνώντας το ιδιότυπο σιωπητήριο που έχει επιβληθεί.
Στη συνέχεια πρέπει να γίνει σαφές ότι για να μπορέσει να λειτουργήσει ένας τόπος, πρέπει να λειτουργεί ένα σοβαρό δίκτυο μεταφορών. Στην ελληνική περίπτωση αυτό σημαίνει αξιόπιστες ακτοπλοϊκές συνδέσεις για τα νησιά και έναν γρήγορο, ασφαλή, ευρωπαϊκού τύπου σιδηρόδρομο για την ενδοχώρα.
Τέλος πρέπει να γίνει μια σοβαρή συζήτηση για την οικονομική ανάπτυξη. Αυτή βεβαίως θα αποφασισθεί από την αγορά, οφείλει όμως η κοινωνία να δώσει μια κατεύθυνση. Γνώμη μου είναι πως η κύρια κατεύθυνση δεν μπορεί να είναι άλλη από την αξιοποίηση του αγροδιατροφικού πλούτου σε δυο κατευθύνσεις:
- Την ανάπτυξη διατροφικών προϊόντων υψηλής ποιότητας, τα οποία θα είναι διαθέσιμα τόσο σε επισκέπτες του τόπου όσο και στην παγκόσμια αγορά.
- Την ανάπτυξη ενός ποιοτικού προϊόντος φιλοξενίας που θα αναδεικνύει τον φυσικό, ιστορικό, πολιτισμικό και διατροφικό πλούτο της περιοχής
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ένα πλέγμα άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων θα αναπτυχθεί γύρω από τα παραπάνω. Ένα πλέγμα γύρω από διατροφή, πολιτισμό και τουρισμό μπορεί να αποτελέσει το σκελετό που χρειάζεται η ελληνική περιφέρεια για την οικονομική της ανάπτυξη.
Τέλος, εναπόκειται στην ελληνική πολιτεία να κάνει στοιχειωδώς το καθήκον της ώστε να προσφέρει δομές παιδείας, υγείας και ασφάλειας, επιπλέον των υποδομών μεταφοράς που αναφέρθηκαν προηγουμένως.
Η συζήτηση ενός τέτοιου οράματος και η δημιουργία σχετικών σχεδίων — που μπορούν να αρχίσουν να υλοποιούνται άμεσα από την ιδιωτική πρωτοβουλία και την τοπική αυτοδιοίκηση — μπορεί σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, ίσως 10 ή 15 χρόνια, να προσφέρει εντυπωσιακά αποτελέσματα και να οδηγήσει σε μια αρμονική σχέση μεταξύ υπαίθρου και πόλης. Σχέση η οποία δεν θα βοηθήσει μόνο στην ύπαιθρο αλλά — και εδώ είναι το εντυπωσιακότερο — και την ίδια την πόλη.
Ο μεγάλος διανοητής και πολιτικός Μιχάλης Χαραλαμπίδης ονόμασε το κόμμα που δημιούργησε το 1999 «Δημοκρατική Περιφερειακή Ένωση». Το όραμα του ήταν εμπνευσμένο, στην απόλυτα σωστή κατεύθυνση. Ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα βιώνουμε ήδη τις συνέπειες της μη πραγμάτωσης εκείνου του οράματος.
Ποτέ όμως δεν είναι αργά.
Έστω και τώρα οι έλληνες πολίτες μπορούν να απαιτήσουν ένα μακρόπνοο πλάνο περιφερειακής ανάπτυξης το οποίο τελικά θα απαντήσει τόσο στις οικονομικές προκλήσεις της χώρας όσο και στο δυσεπίλυτο πρόβλημα της υπογεννητικότητας.